Το Βυζαντινό κράτος είχε εξαρχής καλά δομημένη οργάνωση –κατάλοιπο της Ρωμαϊκής εποχής– με συγκεντρωτική διοίκηση και περίπλοκη ιεραρχία. Η λειτουργία του στηριζόταν σε αξιωματούχους διαφόρων βαθμίδων. Εκτός από τους κρατικούς αξιωματούχους που είχαν κυβερνητικές θέσεις (τα λεγόμενα «οφφίκια»), υπήρχε και μια παράλληλη ιεραρχία από κατόχους τιμητικών αξιωμάτων. Θα κάνουμε μια απόπειρα να παρουσιάσουμε όλα αυτά τα αξιώματα.
Κάποιες εισαγωγικές παρατηρήσεις:
• Διαχρονικές μεταβολές σε τίτλους και ιεραρχία
Τα αξιώματα, οι τίτλοι και η ιεραρχία δεν παρέμειναν τα ίδια από το 330 μέχρι το 1453. Αντίθετα, άλλαζαν μάλλον συχνά.
Έτσι, κάποια αξιώματα εξαφανίστηκαν νωρίς, π.χ. ο «Βικάριος», ενώ άλλα εμφανίστηκαν πολύ αργά, όπως «Δεσπότης», «Κοντόσταβλος». Σε κάποιες περιπτώσεις, ανώτατα αξιώματα εμφανίστηκαν για λίγα μόλις χρόνια και μετά ξεχάστηκαν, π.χ. ο «Βασιλεοπάτωρ».
Τα Βυζαντινά αξιώματα δεν είχαν σταθερή αξία και θέση στην ιεραρχία. Στο πέρασμα των αιώνων, υψηλά αξιώματα έχασαν την αίγλη τους και ξέπεσαν μέχρι που εξαφανίστηκαν, και άλλα με ταπεινές καταβολές έφτασαν να γίνουν ανώτατοι τίτλοι.
Παράδειγμα: Ο τίτλος «Μάγιστρος» συνόδευε μερικά από τα ανώτατα κρατικά αξιώματα την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, για να γίνει ένας μεσαίος τίτλος ευγενείας τον 9ο αιώνα. Τον 10ο αιώνα έφτασαν να υπάρχουν τόσο πολλοί μάγιστροι ώστε θεσπίστηκε και ένας Πρωτομάγιστρος. Τον 11ο αιώνα οι μάγιστροι δεν ήταν πλέον επίσημος τίτλος παρά μόνο περιγραφικός αόριστος όρος για τους ευγενείς.
Σε μια αντίστροφη πορεία, ο «Πρωτοστράτωρ» ήταν ο επικεφαλής των βασιλικών ιπποκόμων στην αρχή της Μεσοβυζαντινής περιόδου για να καταλήξει να γίνει ανώτατος στρατιωτικός στην Παλαιολόγεια περίοδο. Αντίστοιχη διαδρομή έκανε και ο «Πιγκέρνης» που αρχικά ήταν ο οινοχόος του αυτοκράτορα.
Ο αριθμός των αξιωμάτων που τυπικά τουλάχιστον αναφέρονταν απευθείας στον αυτοκράτορα ήταν διαφορετικός κατά εποχή. Τη Μεσοβυζαντινή περίοδο ήταν περί τους 60, από τους οποίους οι 26 ήταν οι Στρατηγοί, δηλαδή οι διοικητές-κυβερνήτες, των Θεμάτων.
Όπως είναι φυσικό, ήταν τεράστια η διαφορά στη σπουδαιότητα των καθηκόντων ανάμεσα σε αυτούς τους εξήντα. Π.χ. άλλη βαρύτητα είχε ο Στρατηγός των Βουκελλαρίων (Νο 9 στην ιεραρχία) και άλλη ο Χαρτουλάριος του Κανικλείου (Νο 46). Από την άλλη, ο εν λόγω Χαρτουλάριος μπορεί να είχε στενή και καθημερινή συνεργασία με τον Αυτοκράτορα και να ήταν σε θέση να τον επηρεάζει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Γι΄αυτό, πολύ συχνά, χαμηλά στην ιεραρχία αυλικοί σταδιοδρομούσαν και έφταναν σε πολύ υψηλές θέσεις. Κάποιοι έγιναν και αυτοκράτορες, όπως ο Βασίλειος Α΄ που υπήρξε Παρακοιμώμενος και ο Αναστάσιος Α΄ που ξεκίνησε από Σιλεντιάριος. Κάποιοι άλλοι χαμηλόβαθμοι άσκησαν μεγάλη παρασκηνιακή εξουσία ως eminence grise, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τον Ιωάννη τον Ορφανοτρόφο τον καιρό της αυτοκράτειρας Ζωής.
Υπήρχε λοιπόν μια συνεχής αλλαγή με πολλά διαφορετικά αξιώματα, με συνεχώς προσθαφαιρούμενα καθήκοντα, σε αδιάκοπα μεταβαλλόμενες ιεραρχίες, ακόμα και με διαφορετικές ανά περίοδο ορθογραφίες (π.χ. κυαίστωρ/κοιαίστωρ, πριμικήριος/πριμμηκήριος). Πρέπει να πούμε εξαρχής ότι δεν έχουμε πλήρη εικόνα για όλες αυτές τις αλλαγές. Επίσης δεν έχουμε σαφή εικόνα για τη φύση των καθηκόντων για πολλά από τα αναφερόμενα αξιώματα, ιδίως των κατωτέρων βαθμίδων.
• Δύο κατηγορίες Αξιωμάτων: «Δια βραβείων Αξίαι» και «Δια Λόγου Αξίαι»
Από τα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου υπήρχαν δύο παράλληλες ιεραρχίες με δύο είδη αξιωμάτων:
α) τα κυβερνητικά αξιώματα, που αφορούσαν αξιωματούχους του στρατού ή του κράτους με θέσεις στη διοίκηση και με συγκεκριμένα καθήκοντα, και
β) τα τιμητικά αξιώματα που δεν είχαν εκτελεστικά καθήκοντα.
Τα τιμητικά αξιώματα ήταν αυτό που θα λέγαμε σήμερα τίτλοι ευγενείας και συνέθεταν την αριστοκρατική τάξη του Βυζαντίου (αν και οι Βυζαντινοί δεν χρησιμοποιούσαν αυτούς τους όρους).
Η διάκριση των δύο ιεραρχιών ήταν ιδιαίτερα έντονη κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο (χοντρικά, μεταξύ των ετών 600 και 1200) και την περίοδο αυτή τα τιμητικά αξιώματα περιγράφονται ως «δια Βραβείων Αξίαι» (δηλ. κάτι σαν τιμής ένεκεν) ενώ τα αξιώματα με ενεργά διοικητικά καθήκοντα ως «δια Λόγου Αξίαι» (δηλ. απονεμηθέντα με το λόγο του αυτοκράτορα).
Βέβαια δεν ήταν καθόλου σπάνιο οι κάτοχοι τίτλων ευγενείας να παίρνουν και κρατικό αξίωμα. Για παράδειγμα, έχουμε τον 8ο αιώνα τον Αρτάβασδο που ήταν Στρατηγός του Αρμενιακού (ανώτατη στρατιωτική και διοικητική θέση) που για να τον τιμήσει ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ (που ήταν κουνιάδος του), του έδωσε τον τίτλο του Κουροπαλάτη, ενώ στη συνέχεια έγινε και Κόμης του Οψικίου. (Αργότερα ο Αρτάβασδος έκανε μια σχεδόν πετυχημένη προσπάθεια για να σφετεριστεί το θρόνο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.)
Οι δύο βαθμίδες αξιωμάτων ήταν αλληλένδετες. Πολλές φορές η απονομή ενός τιμητικού τίτλου ήταν ένα είδος αμοιβής για μια επιτυχημένη θητεία σε κυβερνητικό αξίωμα. Επίσης, κατά κανόνα, τυπικό προσόν για την κατάληψη μιας ανώτερης θέσης ήταν να έχει ήδη ο αξιωματούχος ένα ελάχιστο, κατά περίπτωσιν, τιμητικό αξίωμα. Λόγου χάριν, για να γίνει κανείς Χαρτουλάριος Θέματος, που ήταν δια λόγου αξία, έπρεπε να έχει τον τίτλο του Σπαθάριου, που ήταν δια βραβείων αξία.
Πάντως δεν είχαν όλοι οι κάτοχοι τιμητικού αξιώματος οφφίκια ούτε όλοι οι κάτοχοι οφφικίων είχαν τιμητικό αξίωμα. Όσοι κάτοχοι αξιωμάτων είχαν κυβερνητικά καθήκοντα λέγονταν Έμπρακτοι ή παλιότερα actu positi.
Οι άνευ εκτελεστικών καθηκόντων ήταν οι Άπρακτοι ή Άπρατοι που ανήκαν σε δύο κατηγορίες: illustres vacantes ή illustres honorarii (διέφεραν ως προς το ότι οι honorarii έφεραν τον τίτλο αλλά όχι τα διακριτικά). Συνήθως Άπρακτοι ήταν οι πρώην κάτοχοι υψηλών αξιωμάτων, οι οποίοι απ’ ό,τι φαίνεται κρατούσαν ανεπίσημα τον τίτλο του παλιού βαθμού τους σαν τιμητικό τίτλο, π.χ. «Άπρακτος Στρατηγός».
Ειδικά οι έχοντες τίτλο ευγενείας (δια βραβείων αξία) χωρίς officium λέγονταν και λιτοί εκτός από άπρακτοι. Οι έχοντες οφίκιο χωρίς τίτλο ευγενείας λέγονταν παγανοί (και συνήθως είχαν χαμηλόβαθμο οφίκιο). Πάντως παγανοί λέγονταν μερικές φορές και οι λιτοί.
• Ιστορική προέλευση των αξιωμάτων
Τα περισσότερα τιμητικά αξιώματα είχαν την καταγωγή τους σε κάποιο παλιό ενεργό αξίωμα με πραγματικά καθήκοντα (συνήθως ταπεινά). Π.χ. Ο Κουροπαλάτης ήταν αρχικά ο αρχιθαλαμηπόλος του Μεγάλου Παλατίου (cura palati), o Μανδάτωρ ήταν αγγελιοφόρος, ο Σπαθάριος ήταν σωματοφύλακας, ο Κοντόσταβλος ήταν υπεύθυνος των στάβλων. Στο πέρασμα του χρόνου τα αρχικά καθήκοντα ξεχάστηκαν και έμεινε ο τίτλος του αξιώματος σαν τίτλος ευγενείας. (Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και στη Δύση αργότερα, π.χ. στο απώτατο παρελθόν ο «Μαρκήσιος» ήταν επικεφαλής συνοριακής φρουράς, πριν καταλήξει παρφουμαρισμένος αυλικός της Γαλλικής Αυλής. Άλλο παράδειγμα η σημερινή λέξη «υπουργός» που αρχικά σήμαινε υπηρέτης).
Πάντως υπήρχαν και μερικά ανώτατα τιμητικά αξιώματα που εξαρχής ήταν τιμητικά χωρίς να μεσολαβήσει μια αρχική περίοδος εκτελεστικών καθηκόντων. Αυτή η περίπτωση αφορά προσωποπαγή αξιώματα ή τίτλους σε μέλη της Βασιλικής οικογενείας.
Π.χ. ο «Καίσαρ» που υπήρχε από τη Ρωμαϊκή περίοδο διατηρήθηκε ψηλά στην ιεραρχία και κατά τη Βυζαντινή περίοδο και συνήθως δινόταν στον διάδοχο του θρόνου ή σε επιφανείς προσωπικότητες.
Άλλα παραδείγματα αυτής της κατηγορίας αξιωμάτων είναι ο Βασιλεοπάτωρ, ο Νωβελίσσιμος, ο Δεσπότης, ο Σεβαστοκράτωρ κ.ά, που θεσπίστηκαν εξαρχής για να τιμήσουν πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του αυτοκράτορα.
Μια ξεχωριστή περίπτωση (όσον αφορά την προέλευση) είναι και ο «πατρίκιος», τίτλος ευγενείας με Ρωμαϊκή προέλευση. Οι πατρίκιοι ήταν η τάξη των ευγενών της Ρώμης. Διατηρήθηκε σαν ανώτατο τιμητικό αξίωμα και κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, ενώ κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο ήταν στη μέση περίπου της ιεραρχίας των τιμητικών αξιωμάτων. Στην Παλαιολόγεια περίοδο ο τίτλος δεν υπάρχει πλέον στην επίσημη ιεραρχία, αλλά επιβιώνει σαν περιγραφικός όρος για την άρχουσα τάξη.
• Απονομή τίτλων και αξιωμάτων
Τα Αξιώματα στο Βυζάντιο (τιμητικά και μη) δεν ήταν, κατά κανόνα, κληρονομικά. Υπήρχε όμως οικογενειοκρατία. Καταρχήν τα μέλη της βασιλικής οικογενείας πάντα έπαιρναν κάποιο βαρύγδουπο τίτλο.
Από τους υπόλοιπους αξιωματούχους, ναι μεν ο τίτλος δεν πήγαινε αυτόματα στα τέκνα τους αλλά οι γόνοι των Δυνατών, όπως είναι ευνόητο, είχαν ένα πολύ καλό προβάδισμα στο να αποκτήσουν τίτλους και αξιώματα στη διάρκεια της ζωής τους.
Τα τιμητικά αξιώματα ήταν κατά κανόνα ισόβια. Εκτός βέβαια αν ο αξιωματούχος αποκτούσε κάποιο ανώτερο.
Για την απόκτηση ενός τίτλου ο ενδιαφερόμενος θα έπρεπε να πληρώσει ένα σημαντικό ποσό. Υπήρχε και σχετικός τιμοκατάλογος.
Πολύ συχνά τα Βυζαντινά αξιώματα απονέμονταν και σε ξένους. Αυτό γινόταν για διαφόρους λόγους:
— Πρώτον, το Βυζάντιο ως εξόχως πολυπολιτισμική κοινωνία, ήταν ανοιχτό στην ενσωμάτωση και χρησιμοποίηση σε υψηλές θέσεις ξένων που πληρούσαν τις προϋποθέσεις. Λόγου χάριν ο Θεοδώριχος που είχε έρθει στην Κωνσταντινούπολη σαν όμηρος, σταδιοδρόμησε σαν πατρίκιος, στρατηγός και ύπατος πριν τελικά φύγει για να γίνει βασιλιάς των Οστρογότθων.
— Δεύτερον, οι Βυζαντινοί απένειμαν αφειδώς τιμητικούς τίτλους σε ηγέτες υπόσπονδων λαών και γειτονικών φυλών. Υπάρχουν καταγεγραμμένοι δεκάδες Γεωργιανοί και Αρμένιοι που είχαν πάρει τον τίτλο του Κουροπαλάτη από τους Βυζαντινούς. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με άλλους λαούς: Γότθους, Σέρβους, Γενοβέζους, Βλάχους, Ρώσους κλπ.
— Τρίτον, η απονομή τίτλων σε βαρβάρους ήταν μια πολύ αποτελεσματική διπλωματική πρακτική με πολλαπλά οφέλη. Ας σημειωθεί ότι για τους ξένους ευγενείς και ηγεμόνες ένας βυζαντινός τίτλος σήμαινε πολλά, γιατί προσέδιδε μεγάλο κύρος τόσο στα μάτια των υπηκόων τους όσο και διεθνώς. Αυτή η μεγάλη εκτίμηση και λαχτάρα για Βυζαντινούς τίτλους ίσχυε ακόμα και για εχθρούς, όπως π.χ. οι Βούλγαροι ή οι Νορμανδοί.
Με αυτήν τη λογική, ο Ροβέρτος Γυισκάρδος είχε χρισθεί Νωβελίσσιμος, όπως και Τζαχάς (Τούρκος πειρατής και εμίρης της Σμύρνης). Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν η απονομή του τίτλου του Καίσαρος στον Βούλγαρο χάνο Τέρβελ. Από εκείνον τον πρώτο Βούλγαρο Καίσαρα προέκυψε εκ παραφθοράς ο σλαβικός βασιλικός τίτλος «Τσάρος».
• Αξιώματα για Ευνούχους
Πρέπει να επισημάνουμε πως οι Ευνούχοι στο Βυζάντιο είχαν τις δικές τους ιεραρχίες, με αξιώματα τόσο «δια βραβείων» όσο και« δια λόγου».
Κάποια κυβερνητικά αξιώματα προορίζονταν μόνο για ευνούχους και αφορούσαν αποκλειστικά καθήκοντα μέσα στο Παλάτι, στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα.
Οι ευνούχοι επειδή δεν θεωρούνταν ολοκληρωμένοι άνθρωποι (!) αποκλείονταν από τις πολύ υψηλές θέσεις και βεβαίως δεν μπορούσαν να γίνουν αυτοκράτορες. Για το λόγο αυτό, επειδή δεν ήταν απειλή γα τον θρόνο, ήταν πάντα οι έμπιστοι των αυτοκρατόρων και είχαν θεσπιστεί θέσεις αποκλειστικά για ευνούχους που έφταναν πολύ ψηλά στην ιεραρχία.
Υπήρχαν θέσεις κυβερνητικές που απαγορευόταν να καταλάβει ένας ευνούχος, όπως Έπαρχος της Πόλεως και Μητροπολίτης. Γενικά όμως δεν υπήρχαν μεγάλοι περιορισμοί στην καριέρα των ευνούχων. Για παράδειγμα, ο επιφανής στρατηγός του Ιουστινιανού Ναρσής ήταν ευνούχος.
• Η οικονομική διάσταση
Οι αξιωματούχοι έπαιρναν μισθό, τη ρόγα. Μισθό έπαιρναν και οι κάτοχοι τιμητικών αξιωμάτων. Όμως για να πάρει κανείς κάποιο τιμητικό αξίωμα ή και για να προαχθεί σε ανώτερο, έπρεπε να πληρώσει ένα σεβαστό ποσό. Ενδεικτικά, αν κάποιος σπαθάριος ήθελε να γίνει πρωτοσπαθάριος έπρεπε να καταβάλει στο θησαυροφυλάκιο 18 λίβρες χρυσό, από τις οποίες οι 6 ήταν για τον ενδιάμεσο βαθμό του σπαθαροκανδιδάτου.
Σημειωτέον ότι η ρόγα του Πρωτοσπαθάριου ήταν 1 λίβρα χρυσού το χρόνο (1 λίβρα=322 γραμμάρια) ή ίσον με 72 σόλιδους, όπου ο σόλιδος ή solidus ήταν το χρυσό βυζαντινό νόμισμα.
Με άλλα λόγια η απόκτηση αξιώματος ήταν μια επένδυση που δεν είχε –από αυστηρά οικονομική άποψη– μεγάλη απόδοση.
Όμως ο κάτοχος τιμητικού αξιώματος είχε πρόσθετα οφέλη. Ανέβαινε κοινωνικά μιας και γινόταν «έντιμος» (σε αντίθεση με τους «ατίμους» που δεν είχαν αξίωμα), είχε προνομιακή μεταχείριση στις δημόσιες υπηρεσίες και στα δικαστήρια (π.χ. απαγορευόταν να βασανιστεί για να ομολογήσει ένα έγκλημα, εκτός της προδοσίας), ενώ αν ξεπερνούσε τον βαθμό του πρωτοσπαθαρίου γινόταν αυτόματα μέλος της συγκλήτου. Επιπλέον έμπαινε στο παλάτι και μπορούσε πια να διεκδικήσει υψηλές θέσεις στη δημόσια διοίκηση, από τις οποίες ο πλουτισμός του ήταν εξασφαλισμένος...
Για να αποκτήσει κάποιος ένα τιμητικό αξίωμα, έπρεπε πρώτα να δώσει την έγκρισή του ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Υπήρχαν κατηγορίες πολιτών που δεν είχαν δικαίωμα να αποκτήσουν τιμητικό αξίωμα: οι απελεύθεροι, οι εγκληματίες, οι μίμοι, οι αιρετικοί, και τέλος οι έμποροι και οι βιοτέχνες οι οποίοι θεωρούνταν ότι ασκούν ταπεινό επάγγελμα εξαιτίας του επιδιωκόμενου κέρδους. Με άλλα λόγια τα τιμητικά αξιώματα προορίζονταν για πλούσιους γαιοκτήμονες. Αυτά μέχρι τον 11ο αιώνα όταν κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου τα αξιώματα άρχισαν να μοιράζονται αφειδώς, για οικονομικούς κυρίως λόγους, ακόμα και σε εμπόρους και βιοτέχνες. Αυτός ο πληθωρισμός αξιωμάτων όμως οδήγησε στην απαξίωσή τους και γι’ αυτό πολλά καταργήθηκαν μετά το 1081 από τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό.
• Τα διακριτικά
Κάθε αξίωμα είτε τιμητικό είτε κυβερνητικό είχε τα δικά του διακριτικά και σύμβολα που ήταν ενδύματα, κοσμήματα, ράβδοι (δεκανίκιον) και άλλα αντικείμενα (σπαθιά, πάπυροι, κτλ.)
Η απονομή των υψηλών αξιωμάτων γινόταν στη διάρκεια τελετής που γινόταν με την ευκαιρία κάποιας γιορτής ή κάποια Κυριακή. Στην τελετή αυτή ο αυτοκράτορας έδινε στον νέο αξιωματούχο τα σύμβολα του τίτλου του. Λ.χ. ο Σπαθάριος έπαιρνε ένα σπαθί με χρυσή λαβή, ο Στράτωρ χρυσό μαστίγιο.
• Ιστορική Εξέλιξη Αξιωμάτων και Τίτλων στο Βυζάντιο
Όπως προαναφέρθηκε, τα αξιώματα και οι ιεραρχίες τους άλλαζαν συχνά. Όμως ξεχωρίζουν ιδιαίτερα κάποιες περίοδοι σημαντικών αλλαγών:
Η πρώτη περίοδος αλλαγών ήταν η αρχή: Το Βυζάντιο κληρονόμησε τη διοικητική οργάνωση της ύστερης Ρωμαϊκής περιόδου, όπως είχε διαμορφωθεί μετά τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που είχαν γίνει από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό με την καθιέρωση της Τετραρχίας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, επέφερε σημαντικές αλλαγές και στην οργάνωση. Οι αλλαγές αυτές ολοκληρώθηκαν τη δεκαετία του 340 μ.Χ. και το νέο σύστημα παρέμεινε σε ισχύ μέχρι τη δεκαετία του 390, όταν ο Μέγας Θεοδόσιος έσπασε στα δύο την αυτοκρατορία. Αυτή η διάσπαση συνοδεύτηκε από αναπόφευκτες διοικητικές αλλαγές.
Στην πρώτη αυτή «Ρωμαϊκή» περίοδο, η οργάνωση ήταν πιο λιτή, όσο τουλάχιστον το επέτρεπε η αχανής έκταση της επικράτειας. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν πολλά τιμητικά αξιώματα. Απλά υπήρχαν οι Πατρίκιοι (η ευγενής τάξη των Ρωμαίων) καθώς και οι Συγκλητικοί σε 3 διαφορετικές διαβαθμίσεις.
Επί Ιουστινιανού, με την αναμόρφωση της νομοθεσίας και με δεδομένες τις προηγηθείσες εδαφικές ανακατατάξεις, έγιναν σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση του κράτους και στα αξιώματα. Κάποια παραδοσιακά ρωμαϊκά αξιώματα χάνονται ή αποδυναμώνονται (π.χ. οι Ύπατοι) και δημιουργούνται νέα. Αυτή την εποχή αρχίζουν οι υπερβολές στην Αυλή με την Προσκύνηση του αυτοκράτορα και έξαρση του αυτοκρατορικού μεγαλείου. Οι αλλαγές ήταν σημαντικές, αλλά δεν έχουμε πλήρη εικόνα.
Η επόμενη μεγάλη φάση αλλαγών ήταν η βασιλεία του Ηρακλείου (610-641). Το Βυζάντιο πλέον ελληνοποιείται πλήρως και το ίδιο συμβαίνει και με τους τίτλους και τα αξιώματα. Και για την περίοδο αυτή δεν έχουμε σαφή αντίληψη πέρα από τις αποσπασματικές πληροφορίες που συνοδεύουν την ιστορία των επόμενων αιώνων. Λίγο μετά έγινε άλλη μία δραστική αλλαγή από τον Κώνστα Β΄ (641-668) που ήταν η θέσπιση του διοικητικού αριθμού των Θεμάτων. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες ούτε για αυτήν τη νέα οργανωτική δομή πέρα από την προφανή εξέλιξη της δημιουργίας των 26 ανώτατων νέων θέσεων των Στρατηγών-διοικητών θεμάτων και τις θέσεις του προσωπικού τους.
Νέα φάση αλλαγών έρχεται τον 9ο αιώνα με μια σειρά αυτοκρατόρων που φαίνεται ότι έκαναν συνεχώς σοβαρές επεμβάσεις στην οργάνωση και στην ιεραρχία των αξιωμάτων. Οι επεμβάσεις αυτές αρχίζουν με τον Μιχαήλ Γ΄ (842-867), συνεχίζονται με τον Βασίλειο Α΄ (867-886)και κορυφώνονται επί Λέοντος Στ΄ του Σοφού (886-912), όταν η αυτοκρατορική αυλή φτάνει σε ένα αποκορύφωμα λαμπρότητας, πληθώρας αξιωμάτων και εθιμοτυπικού παροξυσμού. Για την περίοδο αυτή έχουμε πολύ καλή πληροφόρηση χάρη κυρίως στο Κλητορολόγιον του Φιλοθέου, έργο του 899, που μας περιγράφει όλα τα αξιώματα εκείνης της εποχής και τη θέση τους στην κλίμακα ιεραρχίας.
Η επόμενη μεγάλη αλλαγή έρχεται την εποχή των Κομνηνών, από το τέλος του 11ου αιώνα. Πολλά παλιά αξιώματα καταργούνται ή μένουν χωρίς κάτοχο. Η οικογενειοκρατία όμως φτάνει σε νέα ύψη και η Αυλή εμπλουτίζεται με μια καινούργια φουρνιά τιμητικών αξιωμάτων που αφορούν συγγενείς των Κομνηνών και που η ονομασία τους έχει σαν πρώτο συνθετικό το «Σεβαστός», π.χ. Σεβαστοκράτορας, Πρωτοσέβαστος κλ.π.
Η τελευταία σημαντική ανανέωση της ιεράρχησης των αξιωμάτων έρχεται την εποχή των Παλαιολόγων, από το τέλος του 13ου αιώνα και αφού είχε προηγηθεί η απώλεια πολλών θέσεων και τίτλων, με την άλωση της Πόλης και το διάλειμμα της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Έχουμε μια αρκετά αξιόπιστη λίστα αυτών των αξιωμάτων του Βυζαντίου που ίσχυσε μέχρι το τέλος...
• Ιστορικές Πηγές περί Αξιωμάτων
Δεν υπάρχουν πολλές ιστορικές πηγές για την εξέλιξη τίτλων & αξιωμάτων και των αντίστοιχων καθηκόντων στο Βυζάντιο, και γι’ αυτό δεν έχουμε πλήρη εικόνα για το τι συνέβαινε στον τομέα αυτόν. Εξαίρεση αποτελούν κάποιες περίοδοι για τις οποίες υπάρχουν πηγές.
Οι πηγές αυτές είναι οι εξής:
- Για την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο έχουμε το Notitia Dignitatum που στα Λατινικά σημαίνει «Κατάλογος Αξιωμάτων». Καταγράφει τις 22 ανώτερες θέσεις με ιεραρχική σειρά, και στη συνέχεια δίνει όλη την κλίμακα ιεραρχίας κάτω από κάθε θέση.
Περιέχει χιλιάδες θέσεις και αξιώματα. Δεν είναι γνωστή η ημερομηνία σύνταξης του καταλόγου, αλλά θεωρείται ότι απεικονίζει πιστά την κατάσταση όπως ήταν περί το 420 μ.Χ. για τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και λίγο μετά το 390 μ.Χ. για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το αρχικό κείμενο έχει διασωθεί σε μεσαιωνικά χειρόγραφα. - Για την περίοδο από τα μέσα του 9ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 10ου έχουμε τρεις πηγές: το Τακτικόν του Ουσπένσκυ που γράφτηκε το 842 ή 843, το Κλητορολόγιον του Φιλοθέου που γράφηκε το 899 κατά τη βασιλεία του Λέοντος Στ’, και το De Ceremonis (ελληνικός τίτλος: «έκθεσις της βασιλείου τάξεως») του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, που γράφτηκε περί το 956 και που ως προς τα αξιώματα αντιγράφει το Κλητορολόγιον.
Το πιο σημαντικό είναι το Κλητορολόγιον το οποίο είχε συνταχθεί με σκοπό να κωδικοποιηθεί η σειρά προσελεύσεως και οι θέσεις των αξιωματούχων στο τραπέζι κατά τη βασιλική γιορτή των Χριστουγέννων του 899. Ο συγγραφεύς του Φιλόθεος είχε το αξίωμα του Πρωτοσπαθάριου και η δουλειά του ήταν Ατρικλίνης, που σημαίνει ότι τα καθήκοντά του ήταν ακριβώς το αντικείμενο του Κλητορολογίου: η εθιμοτυπία που αφορούσε την προσέλευση και τις θέσεις στα επίσημα γεύματα της Αυλής. - Για την Παλαιολόγεια περίοδο έχουμε το έργο Τακτικόν περί των οφφικαλίων του Παλατίου Kωνσταντινουπόλεως που υποτίθεται ότι γράφτηκε στα μέσα του 14ου αιώνα από τον Κουροπαλάτη Γεώργιο Κωδινό. Δεν είναι βέβαιο ότι το έργο γράφτηκε πράγματι από Κουροπαλάτη που λεγόταν Κωδινός ούτε καν ότι υπήρξε αυτό το πρόσωπο (γι’ αυτό αναφέρεται και ως «Ψευδοκωδινός») αλλά παρ’ όλα αυτά το κείμενο θεωρείται αξιόπιστη πηγή για την κατάσταση με τα Βυζαντινά αξιώματα εκείνη την εποχή.
Με βάση τις πηγές, παρουσιάζονται εδώ στο byzantium.gr οι τίτλοι και τα αξιώματα του Βυζαντίου σε διαφορετικές περιόδους:
1) Αξιώματα από τα τέλη του 4ου αιώνα μέχρι τον 5ο αιώνα με βάση τα Notitia Dignitatum,
2) Αξιώματα από τα τέλη του 9ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 10ου αιώνα με βάση το De Ceremonis και το Κλητορολόγιον,
3) Αξιώματα τον 11ο και 12ο αιώνα με βάση διάφορες πηγές και αποσπασματικές πληροφορίες,
4) Αξιώματα στα μέσα του 14ου αιώνα με βάση τον Ψευδοκωδινό.
Για τον 9ο αιώνα ειδικά, υπάρχει μια πρόσθετη σελίδα όπου παρουσιάζονται πιο αναλυτικά τα κυβερνητικά αξιώματα και σε κατώτερες ιεραρχικές κλίμακες όπως διασώζονται στο Κλητορολόγιον.
Στο Παράρτημα με τα Λοιπά Αξιώματα παρουσιάζονται κάποιοι τίτλοι που δεν αναφέρονται στις συγκεκριμένες πηγές και συνεπώς δεν χώρεσαν στις παραπάνω ομαδοποιήσεις, αλλά για τους οποίους γνωρίζουμε ότι υπήρχαν.
Μανώλης Παπαθανασίου, Φεβρουάριος 2020
|