Βυζαντινά Αξιώματα & Τίτλοι
thyreos

Βυζαντινον Χρονικον

byzantine court plot
Βυζαντινα Αξιωματα και Ιεραρχια κατα τον 11ο & 12ο αι.

Για τον 11ο και 12 αιώνα δεν διαθέτουμε μια συστηματική και δομημένη πληροφόρηση για τα αξιώματα όπως έχουμε για το τέλος του 9ου αιώνα από το Κλητορολόγιον του Φιλοθέου, αλλά μπορούμε να συνθέσουμε μια εικόνα –στο περίπου– συλλέγοντας πληροφορίες από διάφορες ιστορικές πηγές. Επιπλέον, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ένα μέρος των αξιωμάτων παραμένει το ίδιο με αυτά που περιγράφονται στο Κλητορολόγιον (αν και δεν ξέρουμε σε ποιο βαθμό ακριβώς).

Στη σελίδα αυτή παρουσιάζονται οι εξής ομάδες αξιωμάτων του 11ου/12ου αι.:

Α.Τιμητικά Αξιώματα
ΒΔιακοσμητικοί τίτλοι & Προσφωνήσεις
Γ.Δικαστικά αξιώματα
Γ.Διάφορα οφφίκια

Τα περισσότερα από τα παρακάτω αξιώματα είναι κυρίως της εποχής των Κομνηνών, δηλαδή –με κάποιες εξαιρέσεις– της περιόδου που βασίλευε η δυναστεία των Κομνηνών, από το 1081 έως το 1185.


Α.   Τιμητικά Αξιώματα του 11ου / 12ου αι.

Κατάλογος των τιμητικών αξιωμάτων και η ιεραρχία τους, όπως συνάγεται από τη ρόγα (μισθό) που έπαιρναν. Θυμίζουμε ότι οι κάτοχοι τιμητικών αξιωμάτων μπορεί να είχαν, μπορεί και να μην είχαν οφφίκιο. Όμως οι κάτοχοι οφφικίων συνήθως είχαν και κάποιο ανώτερο τιμητικό αξίωμα.

1Σεβαστοκράτωρ
 Υψηλόβαθμος αυλικός με μεγάλη και ουσιαστική εξουσία. Το αξίωμα πρωτοκαθιέρωσε ο Αλέξιος Κομνηνός στο τέλος του 11ου αι. για να τιμήσει τον αδερφό του Ισαάκιο, και να τον βάλει πάνω από τον γαμπρό του που ήταν Καίσαρ. Ο τίτλος παρέμεινε μέχρι το τέλος του Βυζαντίου. Συνήθως δινόταν σε μέλη της βασιλικής οικογενείας.
2Καίσαρ
 Αξίωμα που υπήρχε από τη Ρωμαϊκή εποχή και παρέμεινε σε χρήση σε όλα τα χρόνια του Βυζαντίου. Το έπαιρναν διάδοχοι, πρίγκιπες, επιφανείς αξιωματούχοι, στρατηγοί και, συχνά, ξένοι ηγεμόνες.
3Σεβαστός
 Ο τίτλος είναι μετάφραση του αυτοκρατορικού τίτλου Augustus και προϋπήρχε σαν άτυπη προσφώνηση υψηλών προσώπων. Η πρώτη χρήση σαν τίτλος έγινε επί Κωνσταντίνου Μονομάχου που περιέβαλε με τον τίτλο της Σεβαστής την ερωμένη του Μαρία Σκλήραινα. Από τότε ο τίτλος επισημοποιήθηκε και μεταξύ αυτών που τον είχαν ήταν ο Ισαάκιος Κομνηνός πριν γίνει αυτοκράτορας.
4Πρωτονωβελήσιμος
 Αξίωμα που δημιουργήθηκε στο τέλος του 11ου αιώνα, όταν, απ΄ό,τι φαίνεται, αυξήθηκε υπερβολικά ο αριθμός των Νωβελήσιμων.
5Νωβελήσιμος ή Νωβελίσσιμος
  Χρησιμοποιήθηκε σε όλη σχεδόν τη Βυζαντινή περίοδο για μέλη της Βασιλικής οικογενείας. Ήταν ήδη από τα ανώτατα αξιώματα τον 9ο αιώνα. Τον 11ο αι. με την αθρόα παραγωγή Νωβελήσιμων έχασε την αξία του.
6Πρωτοκουροπαλάτης
 Αξίωμα που δημιουργήθηκε όταν προέκυψαν υπερβολικά πολλοί Κουροπαλάτες στα τέλη του 11ου αιώνα, ενώ ως τότε ο τίτλος δινόταν σε πολύ περιορισμένο αριθμό.
7Κουροπαλάτης
 Από την αρχή της Μεσοβυζαντινής περιόδου ήταν από τα ανώτατα αυλικά αξιώματα. Τον 11ο αιώνα έγιναν πολλοί και το αξίωμα έχασε την αξία του, πράγμα που οδήγησε στην ανάγκη για την εισαγωγή του Πρωτοκουροπαλάτη. Συνέχισε να υπάρχει και κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο αλλά με πολύ μικρότερο κύρος.
8Πρωτοπρόεδρος
 Το αξίωμα του Προέδρου προς το τέλος του 11ου αιώνα άρχισε να απονέμεται σε πολλούς επικεφαλής διαφόρων φορέων, και έτσι χρειάστηκε να δημιουργηθεί το βραχύβιο αξίωμα του Πρωτοπροέδρου.
9Πρόεδρος
 Το αξίωμα δημιουργήθηκε από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά μετά το 960. Ο Πρόεδρος, αρχικά, ήταν ευνούχος και επικεφαλής της συγκλήτου. Αργότερα το αξίωμα δόθηκε και σε βαρβάτους. Επίσης δόθηκε σε επικεφαλής διαφόρων άλλων οφφικίων, ενώ στο τέλος έγινε τιμητικός. Καταργήθηκε προς το τέλος του 12ου αιώνα.
10Μάγιστρος ή Μαγίστωρ ή Μαΐστωρ
 Ο Μάγιστρος ήταν αξίωμα που ανέκαθεν υπήρχε στο Βυζάντιο. Την Πρωτοβυζαντινή περίοδο ήταν ανώτατο αξίωμα συγκεντρώνοντας πολλές εξουσίες ως Μάγιστρος των Οφφικίων. Μετά τον 6ο αιώνα ήταν για αιώνες στη μέση περίπου της ιεραρχίας των τιμητικών αξιωμάτων.
11Πρωτοβεστάρχης
 Δημιουργήθηκε στο τέλος του 11ου αιώνα, όταν οι Βεστάρχες έγιναν πολλοί.
12Βεστάρχης
 Το αξίωμα δεν είχε σχέση με βεστιάριον ή γκαρνταρόμπα. Αναφέρεται για πρώτη φορά στο Τακτικόν του Εσκοριάλ. Πρέπει να δημιουργήθηκε περί τα μέσα του 10ου αιώνα. Ετυμολογικά ίσως προέρχεται από τον Πρωτοβεστιάριο (αυτός είχε σχέση με ιματισμό), μια θέση που κατά καιρούς είχε μεγάλη ισχύ.
Στην αρχή Βεστάρχες μπορούσαν να γίνουν μόνο ευνούχοι, αλλά τον 11ο αιώνα ο τίτλος διευρύνεται και απονέμεται σε ανώτατους αυλικούς, δικαστές, στρατηγούς και διοικητές επαρχιών. Καταργήθηκε στα τέλη του 12ου αιώνα.
13Πρωτοβέστης
 Δημιουργήθηκε στο τέλος του 11ου αιώνα ή στις αρχές του 12ου, όταν οι Βέστες έγιναν πολλοί. Αποσύρθηκε λίγες δεκαετίες μετά.
14Βέστης
 Το αξίωμα έχει πολλές ομοιότητες με τον Βεστάρχη αλλά είναι διαφορετικό. Ούτε ο Βέστης είχε σχέση με βεστιάριον, αλλά μπορεί να εξελίχθηκε από τον Πρωτοβεστιάριο. Δινόταν αρχικά μόνο σε ευνούχους αλλά αργότερα και σε βαρβάτους. Τον 11ο αι., ήταν ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα. Αναφέρεται για πρώτη φορά στο Τακτικόν του Εσκοριάλ που περιέχει αξιώματα που υπήρχαν πριν το 970. Στη λίστα εκείνη είναι πιο ψηλά στην ιεραρχία, στην 6η θέση. Εκατό χρόνια μετά, ο τίτλος εξακολουθεί να υπάρχει αλλά πιο χαμηλά στην ιεραρχία ενώ απονέμεται σε δικαστές και κατεπάνω. Στις αρχές του 12ου αιώνα υποβαθμίζεται και πριν το τέλος της βασιλείας του Αλεξίου Α’ εξαφανίζεται.
15Πρωτοανθύπατος
 Ο πρώτος μεταξύ των πολλών –προφανώς– ανθυπάτων. Δημιουργήθηκε τον 11ο αιώνα και καταργήθηκε προς το τέλος του 12ου, μαζί με τον ανθύπατο.
16Ανθύπατος
 Οι ανθύπατοι υπήρχαν από τη Ρωμαϊκή εποχή (Proconsul). Την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, οι ανθύπατοι ήταν διοικητές συγκεκριμένων επαρχιών. Αργότερα έγινε τιμητικός τίτλος. Καταργήθηκε στο τέλος του 12ου αιώνα.
17Ιλλούστριος
 Οι Ιλλούστριοι από την Πρωτοβυζαντινή περίοδο ήταν η ανώτατη τάξη των Συγκλητικών και παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια του Βυζαντίου άκρως τιμητικός τίτλος, που σχεδόν πάντα συνοδευόταν και από άλλους τιμητικούς τίτλους και οφφίκια.
18Πατρίκιος
 Από το λατινικό patricius. Οι πατρίκιοι ήταν η τάξη των ευγενών της Αρχαίας Ρώμης που την αναβίωσε ο Μέγας Κωνσταντίνος όταν ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη. Στην αρχή ήταν το ανώτατο τιμητικό αξίωμα και το κατείχαν λίγοι και εκλεκτοί. Από την εποχή του Ιουστινιανού υποβαθμίστηκε, αλλά παρέμεινε τιμητικό αξίωμα μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα.
19Δισύπατος
 Ο «δυο φορές ύπατος». Ο τίτλος εμφανίστηκε τον 8ο αιώνα για να ξεχωρίσει από πολλούς υπάτους. Υπήρχε μέχρι τον 12ο αιώνα, μάλλον.
20Ύπατος
 Εις ανάμνησιν του ανώτατου Ρωμαϊκού αξιώματος του Υπάτου (Consul). Ύπατοι υπήρχαν και την Πρωτοβυζαντινή εποχή και ήταν συνήθως ένας από τους τίτλους που έπαιρνε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Το αξίωμα έπαψε να είναι βασιλικό από την εποχή του Λέοντος του Σοφού τον 9ο αιώνα, αλλά σαν χαμηλόβαθμο αξίωμα.
Υποβαθμισμένο το αξίωμα επέζησε μέχρι τον 12ο αιώνα.
21Πρωτοσπαθάριος
 Πρωτοεμφανίστηκε στο τέλος του 7ου αιώνα και διατηρήθηκε, με την ίδια πάνω-κάτω αξία, μέχρι το τέλος του Βυζαντίου. Ιστορικά υπήρξε από τα πιο διαδεδομένα τιμητικά αξιώματα στο Βυζάντιο, καθώς πολύ συχνά ήταν η ελάχιστη προϋπόθεση για διορισμό σε κάποιο οφφίκιο.
22Σπαθαροκανδιδάτος
 Ο τίτλος πρωτοεμφανίστηκε τον 9ο αιώνα συνδυάζοντας δύο προϋπάρχοντες χαμηλόβαθμους τίτλους που περιέπεσαν σε αχρηστία: του Σπαθαρίου και του Κανδιδάτου.

Παρατήρηση: Οι Κομνηνοί σκορπούσαν τίτλους αφειδώς για να ευνοήσουν φίλους και συγγενείς πυκνώνοντας έτσι τις τάξεις ευγενών σε βαθμίδες όπου παλιά οι αξιωματούχοι ήταν ελάχιστοι. Αυτός ο πληθωρισμός οδήγησε στην ανάγκη να προστεθούν επί των ημερών τους πολλοί τίτλοι με το “πρωτο” ως πρώτο συνθετικο.




Β.   Τιμητικοί τίτλοι και προσφωνήσεις 11ου / 12ου αι.

Σε αυτήν την περίοδο, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη, υπήρξε πληθώρα βαρύγδουπων τίτλων και προσφωνήσεων χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Κάποιοι από αυτούς χρησιμοποιήθηκαν για ένα μόνο πρόσωπο και μετά ξεχάστηκαν, αλλά μερικοί καθιερώθηκαν και επιβίωσαν και κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο.

  • Πρωτοσέβαστος
  • Πανυπερσέβαστος
  • Σεβαστοϋπέρτατος
  • Πρωτοσεβαστοϋπέρτατος
  • Πανσέβαστος
  • Πανσέβαστος Σεβαστός
  • Μεγαλοδοξότατος
  • Μεγαλεπιφάνέστατος
  • Πανευτυχέστατος
  • Πανευγενέστατος
  • Μεγαλοϋπέροχος
  • Μεγαλοπρεπέστατος
  • Υπέρτατος
  • Κάποιοι από τους παραπάνω τίτλους –παράγωγα του σεβαστός στον υπερθετικό βαθμό– εφευρέθηκαν ειδικά για τους συζύγους τω θυγατέρων των Κομνηνών, οι οποίοι κάποια εποχή επί Μανουήλ Κομνηνού αναφέρονταν συλλήβδην ως σεβαστοί γαμπροί (όχι κοροϊδευτικά).




    shields

    Γ.   Δικαστικά Αξιώματα 11ου / 12ου αι.

    Στο Βυζάντιο, η πηγή όλων των εξουσιών, νομοθέτης και ανώτατος δικαστής είναι ο αυτοκράτορας. Όταν ο αυτοκράτορας εκδίκαζε ο ίδιος υποθέσεις προήδρευε ενός ολιγομελούς δικαστηρίου αποκαλούμενο βασιλικόν κριτήριον το οποίο είχε διαδεχθεί το ιερόν κονσιστώριον της ιουστινιάνειας περιόδου.
    Από εκεί και πέρα, ο αυτοκράτωρ αναθέτει δικαστικά καθήκοντα σε διάφορους ανώτατους κρατικούς υπαλλήλους αλλά δεν υπάρχει δικαστικό σώμα. Στο όνομα του αυτοκράτορα απονέμουν δικαιοσύνη οι επικεφαλής διοικητικών υπηρεσιών και οι ανώτατοι αξιωματούχοι. Επομένως, στο Βυζάντιο τα εκτελεστικά όργανα είναι και φορείς απονομής του Δικαίου και δεν υπάρχει διάκριση των εξουσιών.
    Αμιγώς δικαστικοί λειτουργοί εμφανίζονται για πρώτη φορά επί Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα και στο πέρασμα των αιώνων κάποιοι αξιωματούχοι εξειδικεύονται στα δικαστικά καθήκοντα. Αυτή η εξειδίκευση είναι πιο έντονη από τον 10ο αιώνα και ίσως ακόμα περισσότερο στο τέλος του 12ου αιώνα. Η εικόνα των δικαστικών οφφικίων αυτήν την περίοδο είναι η εξής:

    Κριτής
     Ανώτατος δικαστικός στα Θέματα μετά τον 10 αιώνα. Οι Κριτές των Θεμάτων υπήρχαν από τότε που δημιουργήθηκαν τα θέματα, ως υφιστάμενοι των στρατηγών έχοντας οικονομικές και διοικητικές αρμοδιότητες. Βαθμιαία οι κριτές των θεμάτων απέκτησαν δικαστικές πρώτα και μετά και πολιτικές εξουσίες, οι οποίες αφαιρέθηκαν από τους απρόβλεπτους στρατηγούς των Θεμάτων. Τελικά, πολύ συχνά οι διοικητές των επαρχιών τον 11ο αιώνα ήταν και Κριτές, σε συνδυασμό με άλλα αξιώματα.
    Παράδειγμα: ο μάγιστρος, βεστάρχης, κατεπάνω και κριτής Κύπρου Νικηφόρος Μελισσηνός.
    Οι κριτές συχνά αναφέρονται αυτή την περίοδο και ως πραίτορες. Αυτή η φάση των κριτών-πραιτόρων κράτησε μέχρι το 1204.
    Ο Επί των Κρίσεων
     Δικαστικό αξίωμα που δημιουργήθηκε τον 11ο αιώνα από τον Κωνσταντίνο Μονομάχο. Με τη Νεαρά του 1047 ιδρύθηκε το Σέκρετον των Δικών με επικεφαλής τον Επί των Κρίσεων. Συγκέντρωνε και αρχειοθετούσε το πρωτότυπο όλων των αποφάσεων των επαρχιακών δικαστηρίων. Φαίνεται πως ήλεγχε και επικύρωνε τις αποφάσεις των επαρχιακών δικαστηρίων που μέχρι τότε ήταν ανεξέλεγκτα από την κεντρική διοίκηση. Συμμετείχε και στην εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων και θεωρείται από τους ανώτατους δικαστές του Βυζαντίου τον 11ο και 12ο αιώνα.
    Δρουγγάριος της Βίγλης
     Αρχικά στρατιωτικό αξίωμα –ήταν ο διοικητής του τάγματος της Βίγλας. «Βίγλα» ή «Αριθμοί» ήταν η φρουρά που ήταν υπεύθυνη, μεταξύ των άλλων, για την ασφάλεια στο εσωτερικό της πόλης και για την τάξη κατά την τέλεση των Ιπποδρομιών. Φαίνεται πως από αυτά τα αστυνομικά καθήκοντα η μεταπήδηση στα δικαστικά δεν ήταν δύσκολη. Όταν τον 11ο αιώνα καταργήθηκε η Βίγλα, ο Δρουγγάριος παρέμεινε δικαστής και μάλιστα ο ανώτατος δικαστής στο Βυζάντιο υποσκελίζοντας τον Έπαρχο της Πόλεως. Στην αρχή το Δρουγγαρικόν Δικαστήριον ήταν στον Ιππόδρομο και γι΄αυτό πιθανολογείται ότι ίσως να ταυτίζεται με τον Κριτή του Ιπποδρομιακού Δικαστηρίου.
    Κριτής επί του Ιπποδρόμου
     Επικεφαλής δικαστηρίου που συνεδρίαζε στον Σκεπαστό Ιππόδρομο στο Παλάτι της Δάφνης (δηλαδή όχι στον μεγάλο Ιππόδρομο). Υπήρχε από τον 10ο αιώνα μέχρι το 1204. Δεν είναι γνωστό τι είδους αποφάσεις εκδίκαζε. Το γεγονός ότι το δικαστήριο ήταν στον Σκεπαστό Ιππόδρομο έχει να κάνει μάλλον με το γεγονός ότι εκεί υπήρχαν διαθέσιμοι δημόσιοι χώροι. Ενδεχομένως ο Σκεπαστός Ιππόδρομος να μην ήταν σε χρήση πλέον για ιπποδρομίες. Υπάρχει πιθανότητα ο συγκεκριμένος κριτής και ο Δρουγγάριος της Βίγλης (βλ. προηγούμενο) να ταυτίζονται.
    Κριτής του Βήλου
     Επικεφαλής δικαστηρίου που συνεδρίαζε στον Σκεπαστό Ιππόδρομο (όχι στον μεγάλο). Το «βήλον» (από το λατ. vellum) ήταν κάτι σαν παραπέτασμα ή σημαία, η τελετουργική ανάρτηση του οποίου στην είσοδο του Μεγάλου Ιπποδρόμου ήταν το σήμα για την έναρξη της αγωνιστικής. Το δικαστήριο του Βήλου φαίνεται ότι λεγόταν έτσι επειδή στεγαζόταν σε αίθουσα που έκλεινε με παραπέτασμα και μάλλον δεν πρέπει να είχε σχέση με το τελετουργικό βήλο του Ιπποδρόμου. Το αξίωμα υπήρχε από τον 10ο αιώνα μέχρι τον 14ο αιώνα. Σε όλη αυτήν την περίοδο οι δικαστές του Βήλου ήταν μεν χαμηλόβαθμοι, αλλά φαίνεται ότι δίκαζαν πολύ περισσότερες υποθέσεις από οποιονδήποτε άλλον δικαστικό αξιωματούχο.
    Νομοφύλαξ
     Το αξίωμα του Νομοφύλακα δημιουργήθηκε τον 11ο αιώνα (το 1043 ή λίγο αργότερα), όταν ο Κωνσταντίνος Μονομάχος μεταρρύθμισε το Πανδιδακτήριον και ίδρυσε δυο σχολές, η μία από τις οποίες ήταν το «Διδασκαλείον των Νόμων», δηλαδή σχολή Νομικής. Πρώτος διευθυντής υπήρξε ο Ιωάννης Ξιφιλίνος ο οποίος έφερε τον τίτλο του Νομοφύλακος της Σχολής. (Αργότερα ο Ξιφιλίνος έγινε Πατριάρχης.)
    Η σχολή δεν μακροημέρευσε και μάλλον δεν συνέχισε να λειτουργεί μετά το θάνατο του Μονομάχου (1054). Ο τίτλος του Νομοφύλακος συνέχισε να υπάρχει. Συναντούμε Νομοφύλακες να εμπλέκονται σε διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης χωρίς να έχουν όμως τον ρόλο δικαστή. Από τον 12ο αιώνα οι Νομοφύλακες είναι κατά κύριο λόγο κληρικοί και ασχολούνται κυρίως με θέματα εκκλησιαστικού Δικαίου. Πιστεύεται ότι από τότε και μέχρι τον 15ο αιώνα ο Νομοφύλαξ ήταν συγχρόνως κοσμικό και εκκλησιαστικό χαμηλόβαθμο αξίωμα.
    Δικαιοφύλαξ
     Μάλλον ήταν υφιστάμενος του Επί των Κρίσεων και η θέση πρέπει να δημιουργήθηκε μαζί με το Σέκρετον των Δικών τον 11ο αιώνα. Οπότε μάλλον ήταν ο αρχειοφύλακας δικαστικών αποφάσεων και δικογράφων. Υπήρχαν δικαιοφύλακες και στις επαρχίες. Πολύ πιθανόν να είχε και κάποιες δικαστικές αρμοδιότητες.
    Μέγας Δρουγγάριος
     Το 1166 ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός εξέδωσε μία Νεαρά με την οποία όρισε τα 4 ανώτατα δικαστήρια. Στο ένα από αυτά προήδρευε ο Μέγας Δρουγγάριος, αξίωμα στο οποίο εξελίχτηκε ο Δρουγγάριος της Βίγλης. Στο τέλος του 12ου αιώνα, ο Μέγας Δρουγγάριος ήταν ο ανώτατος δικαστής του Βυζαντίου.
    Πρωτοασήκρητις
     Ένα από τα 4 ανώτατα δικαστικά αξιώματα που θέσπισε ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός το 1166. Τους προηγούμενους αιώνες ο πρωτοασήκρητις είχε διαφορετικά καθήκοντα, ήταν ο προϊστάμενος των γραφέων της Αυλής και εξέδιδε τα αυτοκρατορικά προστάγματα. Από το 1106 υπάρχει μνεία για πρωτοασηκρήτη με δικαστικά καθήκοντα και ίσως ήταν ήδη ανώτατος δικαστικός από τότε και συνέχισε να είναι και στην αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ο τίτλος συνέχισε να υπάρχει και στην Παλαιολόγειο περίοδο ως καθαρά τιμητικό αξίωμα χωρίς δικαστικά ούτε γραφειοκρατικά καθήκοντα.
    Δικαιοδότης
     Ένα από τα 4 ανώτατα δικαστικά αξιώματα που θέσπισε ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός το 1166. Το αξίωμα πιθανώς καθιερώθηκε πιο παλιά, κατά τη βασιλεία του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, καθώς υπάρχει αναφορά για την ύπαρξη δικαιοδότη ως ανωτάτου δικαστικού ήδη από το το 1094. Δεν είναι γνωστό σε τι διέφερε από τους άλλους ανώτατους δικαστές.
    Προκαθήμενος Δημοσιακού Δικαστηρίου
     Το 1166 ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός εξέδωσε μία Νεαρά με την οποία όρισε τα 4 ανώτατα δικαστήρια, μεταξύ των οποίων ήταν το Δημοσιακόν Δικαστήριον. Η ονομασία του δικαστηρίου υπαινίσσεται ότι εκδίκαζε συγκεκριμένου είδους υποθέσεις, αλλά δεν γνωρίζουμε ποιου είδους ακριβώς. Επίσης δεν είναι βέβαιο αν ο Προκαθήμενος του δικαστηρίου ήταν αυτόνομο αξίωμα. Από ιστορικές πηγές είναι γνωστό ότι στο δικαστήριο είχαν προεδρεύσει μεταξύ άλλων ο Μέγας Λογαριαστής και ο Λογοθέτης των Σεκρέτων.
    Ο «προκαθήμενος» ήταν ούτως ή άλλως γενικός περιγραφικός τίτλος, και τον 13ο και 14ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε για πολιτικούς διοικητές πόλεων, που είχαν και δικαστικές αρμοδιότητες.



    Δ.   Διάφορα άλλα Αξιώματα 11ου / 12ου αι.

    Όπως προαναφέρθηκε δεν έχουμε ακριβή εικόνα για όλα τα αξιώματα αυτής της περιόδου. Από σκόρπιες πληροφορίες γνωρίζουμε κάποια που είτε δημιουργήθηκαν είτε διαφοροποιήθηκαν σημαντικά αυτήν την εποχή.

    ΔουξΔούκας
     Ο Δούκας (από το λατ. dux) ήταν από την αρχή του Βυζαντίου υψηλό αξίωμα. Αρχικά οι Δούκες ήταν διοικητές του στρατού των Διοικήσεων (diocesis). Αργότερα, επί Ιουστινιανού, κάποιες Διοικήσεις (Αίγυπτος, Ρώμη, Παλαιστίνη κ.ά.) μετατράπηκαν σε Δουκάτα, με πολιτικό και στρατιωτικό κυβερνήτη έναν Δούκα.
    Μετά τον 7ο αι. ο τίτλος δεν πολυχρησιμοποιείται, αλλά στο τέλος του 10ου αι. επανεμφανίζεται ως κυβερνήτης επαρχίας. Τότε ανακτώνται πολλά εδάφη και προκύπτουν νέα Θέματα αποκαλούμενα Μικρά Θέματα (ή Αρμενικά), για τα οποία δεν επαρκεί ο θεματικός στρατός και η φύλαξή τους ανατίθεται σε δυνάμεις του τακτικού στρατού με επικεφαλής αρχικά στρατηγό και αργότερα συνήθως έναν Δούκα ο οποίος γίνεται και γενικός διοικητής της περιοχής, που πλέον ονομάζεται Δουκάτον και μερικές φορές Κατεπανίκιον. Το πιο σημαντικό Δουκάτο υπήρξε το της Αντιόχειας.
    Δούκες ως κυβερνήτες επαρχιών υπήρχαν το πολύ μέχρι τα μέσα του 12ου αι., καθώς τα Δουκάτα σιγά-σιγά χάνονταν λόγω Σελτζούκων και Σταυροφόρων.
    Κατεπάνω
     Κυβερνήτης επαρχίας (από το «κατ΄επάνω»). Ο τίτλος προϋπήρχε με την έννοια του ανώτερου στρατιωτικού. Μεταξύ 971 και 975, μετά τις κατακτήσεις του Ιωάννη Τσιμισκή, δημιουργήθηκαν νέες επαρχίες, που ονομάστηκαν Κατεπανίκια, με κυβερνήτη έναν Κατεπάνω. Το γνωστότερο Κατεπανίκιον (και αργότερα Κατεπανάτον) υπήρξε της Ιταλίας.
    Αργότερα, τον 11ο αιώνα, ο τίτλος χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα και για τους κυβερνήτες των νέων Μικρών Θεμάτων στην Ανατολή (βλ. παραπάνω), και ήταν ισοδύναμος με αυτόν του Δούκα. Οι δύο τίτλοι εναλλάσσονται αδιακρίτως στις σχετικές ιστορικές αναφορές.
    Κατά την Παλαιολόγειο περίοδο, το αξίωμα επιβίωσε, αλλά πλέον τα Κατεπανίκια ήταν πολύ μικρότερα, όπως π.χ. το Κατεπανίκιον Ζίχνας (στη Νέα Ζίχνη Σερρών).
    Μεσάζων
     Πρωτοεμφανίστηκε περί τα τέλη του 10ου αιώνα και γρήγορα έγινε ανεπίσημος τίτλος για τον προσωπικό βοηθό του αυτοκράτορα που μετέφερε τις εντολές του σε άλλους κρατικούς αξιωματούχους. Αυτός ο ρόλος σύντομα έδωσε στη θέση πρωθυπουργικές εξουσίες που εδραιώθηκαν στην αυλή της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Ο ρόλος αυτός συνεχίστηκε και κατά την Παλαιολόγειο περίοδο με τον Μεσάζοντα να είναι συχνά το δεξί χέρι του αυτοκράτορα και να συντονίζει το κράτος. Πάντως, παρέμεινε κάπως ημιεπίσημος τίτλος και το κύρος του είχε διακυμάνσεις, ανάλογα πώς τον χρησιμοποιούσε ο εκάστοτε αυτοκράτορας.
    Μέγας Λογαριαστής
     Ήταν ο ανώτατος συντονιστής των οικονομικών υπηρεσιών, ο «τσάρος» της οικονομίας που αντικατέστησε τον Μέγα Σακελλάριο. To καθήκον «λογαριαστής» υπήρχε από το 1012, αλλά ήταν χαμηλόβαθμο. Το 1094 όμως επί Αλεξίου Κομνηνού έγινε ισότιμος του Σακελλάριου τον οποίο σύντομα εκτόπισε. Αντικατέστησε επίσης και τον Λογοθέτη των Σεκρέτων. Είχε υπό τον έλεγχό του όλα τα οικονομικά σέκρετα και υπηρεσίες (το γενικόν, το ειδικόν, τα διάφορα ευαγή σέκρετα, κ.λπ.). Αντικαταστάθηκε στα καθήκοντά του από τον Μέγα Λογοθέτη την περίοδο της βασιλείας του Ισαάκ Β΄ Αγγέλου (1185-1195). Ο Μέγας Λογαριαστής παρέμεινε σαν τιμητικό αξίωμα που τον 14ο αι. ήταν στις τελευταίες θέσεις της ιεραρχίας.
    Λογοθέτης των Σεκρέτων
     Αναφέρεται για πρώτη φορά το 1081 σε Χρυσόβουλλο του Αλεξίου Κομνηνού. Εικάζεται ότι ίσως ήταν η επισημοποίηση κάποιου άτυπου ισχυρού αξιώματος, όπως του Μεσάζοντος. Για λίγα χρόνια ο Λογοθέτης των Σεκρέτων είχε πρωθυπουργικές εξουσίες οι οποίες γρήγορα περιορίστηκαν όταν το 1094 θεσπίστηκε ο Μεγάλος Λογαριαστής. Τον 12ο αι. συνέχισε να υπάρχει με νομικές και οικονομικές αρμοδιότητες, ίσως και δικαστικές.
    Ύπατος των Φιλοσόφων
     Ο «πρύτανις» (όπως θα λέγαμε σήμερα) των σχολών φιλοσοφίας στο Πανδιδακτήριον της Κωνσταντινούπολης. Ο πρώτος που έφερε τον τίτλο ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός, τον 11ο αιώνα.
    Οικονόμος Ευαγών Οίκων
     Τον 11ο αιώνα καταργήθηκαν τα δύο κουρατωρίκια που διαχειρίζονταν μέχρι τότε την δημόσια ακίνητη περιουσία και αντικαταστάθηκαν από τους Ευαγείς Οίκους με προϊστάμενο τον εν λόγω αξιωματούχο. Σε αυτό το οφφίκιο πέρασε πλέον η ευθύνη για τον εφοδιασμό με τρόφιμα του στρατού και της αυλής και η διαχείριση των προσόδων από τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις των αυτοκρατορικών κτημάτων. Από κάποιο σημείο και μετά ήταν υφιστάμενος του Μεγάλου Λογαριαστή και φαίνεται πως το αξίωμα δεν επιβίωσε τον 13ο αιώνα.
    Κουράτωρ της Μετάξεως
     Σχετικά χαμηλόβαθμο αξίωμα που εμφανίστηκε τον 10 και τον 11ο αιώνα. Καθήκοντά του η επίβλεψη συλλογής της μετάξης που παρήγαγαν οι σηροτρόφοι και διανομή της στα εργαστήρια παραγωγής και στους ειδικούς τεχνίτες (σηρηκάριοι). Η διακίνηση και παραγωγή μεταξωτών υφασμάτων διέπονταν από αυστηρούς κανόνες για την εξασφάλιση του μονοπωλίου.
    Πρωτοσπαθάριος της Φιάλης
     Υπεύθυνος για τα καράβια που ναυλοχούσαν στον Κεράτιο κόλπο και για τα πλεούμενα του αυτοκράτορα, τα λεγόμενα αγράρια. Ήταν και κάτι σαν Λιμενάρχης με δικαστική εξουσία στις διενέξεις μεταξύ ναυτικών και πλοιοκτητών. Το αξίωμα εμφανίστηκε επί Λέοντος Σοφού και μάλλον δεν συνέχισε να υπάρχει μετά τις αρχές του 11ου αιώνα.
    Σημειωτέον «φιάλη» λεγόταν πάσα άστεγος δεξαμενή αλλά και το μέρος των πλεούμενων που προορίζεται για τους επιβάτες («χαβούζα» στα ιστιοπλοϊκά της σήμερον). Υπάρχει και μία υποψία ότι με τη «φιάλη» ίσως υπονοείται ο Κεράτιος κόλπος ως ανοιχτή μεγάλη δεξαμενή...
    Μέγας Πριμικήριος ή –αργότερα– Μέγας Πριμμηκήριος
     Από τη Ρωμαϊκή εποχή ο primicerius ήταν αξιωματούχος επικεφαλής υπηρεσιών στρατιωτικών, εκκλησιαστικών ή πολιτικών και με καθήκοντα που διέφεραν ανά εποχή. Στα τέλη του 11ου αιώνα δημιουργείται ο τίτλος «Μέγας Πριμικήριος» που φαίνεται πως αρχικά ήταν υπεύθυνος εκδηλώσεων και τελετών και με τον καιρό μεταλλάχτηκε σε οικονομικό υπεύθυνο του παλατιού. Όπως συνέβαινε συχνά με θέσεις που ήταν κοντά στο θρόνο, οι κάτοχοι του τίτλου κατά καιρούς είχαν διάφορες άλλες άσχετες αρμοδιότητες, με μεγάλη εξουσία. Ο τίτλος υπήρχε μέχρι το τέλος του Βυζαντίου.
    Σεβαστοφόρος
     Το αξίωμα εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Τακτικόν του Εσκοριάλ, δηλαδή προς το τέλος του 10ου αιώνα. Αρχικά ήταν πολύ ψηλά στην ιεραρχία, σε επίπεδα πάνω από τον Μάγιστρο, αλλά τον 11ο αιώνα υποβαθμίστηκε καθώς τον είχαν χαμηλόβαθμοι αξιωματούχοι, ενώ τον 12ο αιώνα δεν υπάρχει πλέον. Δεν είναι σαφές αν ήταν απλά τιμητικό αξίωμα ή είχε –τουλάχιστον στην αρχή– πραγματικά καθήκοντα. Όπως και να ‘χει, υπήρξε ένα ελάχιστα διαδεδομένο αξίωμα.
    Βεστιαρίτης
     Ο όρος εμφανίζεται για πρώτη φορά στα μέσα του 11ου αιώνα. Αρχικά οι βεστιαρίται ήταν ομάδα έμπιστων φρουρών που φύλαγαν το βασιλικόν βεστιάριον το οποίο ήταν η ιματιοθήκη όπου φυλάσσονταν τα μεγάλης αξίας αυτοκρατορικά ενδύματα και συγχρόνως ήταν θησαυροφυλάκιο με τα κοσμήματα και τα διακριτικά του βασιλέως.
    Προϊστάμενός τους ήταν ο Μέγας Πριμικήριος. Επίσης είχαν έναν ρόλο στις δημόσιες εκδηλώσεις και τελετές, καθώς σε τέτοιες περιστάσεις, ανάλογα με την εκδήλωση, έπρεπε να γίνει χρήση του περιεχομένου του βεστιαρίου. Αργότερα τα καθήκοντά τους διευρύνθηκαν και συμπεριέλαβαν τη φρούρηση των ανακτόρων. Πιθανολογείται ότι είχαν και καθήκοντα οικονομικής διαχείρισης. Την υστεροβυζαντινή περίοδο υπήρχε και ο Πρωτοβεστιαρίτης στα υψηλά κλιμάκια της ιεραρχίας.
    Καστροφύλαξ
     Το αξίωμα υπήρχε –χαμηλόβαθμο– από τη Μεσοβυζαντινή περίοδο χωρίς ουσιαστικά καθήκοντα. Από τον 12ο αιώνα και κυρίως στον 13ο/14ο οι καστροφύλακες είναι οι στρατιωτικοί διοικητές πόλεων και κάστρων.
    Μυστικός
     Το αξίωμα εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Τακτικό του Εσκοριάλ του τέλους του 10ου αιώνα. Πρόκειται για τον υπεύθυνο της προσωπικής αλληλογραφίας του αυτοκράτορα και ίσως και μυστικοσύμβουλός του. Τον 12ο αιώνα το αξίωμα έχει αυξημένες εξουσίες και έχει επιπροσθέτως οικονομικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Ενδεχομένως να ταυτίζεται και με το αξίωμα του μυστογράφου που συναντούμε αυτήν την περίοδο και για το οποίο δεν έχουμε άλλες πληροφορίες, Τον 11ο αιώνα γίνεται λόγος και για αξιωματούχο με τον τίτλο Πρωτομυστικός.
    Άρχων Βασιλικού Ζαβαρείου ή Ζαβαρειώτης
     Αξίωμα που εμφανίστηκε τον 11ο αιώνα και πρέπει να ήταν η εξέλιξη του άρχοντα του αρμαμέντου του 9ου αιώνα, δηλαδή πρέπει να είχε να κάνει με τον εξοπλισμό και τον εφοδιασμό των στρατιωτικών μονάδων.
    «Ζαβάρειον» σημαίνει οπλοστάσιο. Προέλευση από τη λέξη Ζάβα που σήμαινε αλυσιδωτός θώρακας και, μεταγενέστερα, κάθε είδος θωράκισης.
    Δυνατός
     Οι Δυνατοί (συνήθως στον πληθυντικό) δεν ήταν αξιωματούχοι αλλά η άρχουσα τάξη του Βυζαντίου. Ο όρος πρωτοεμφανίστηκε τον 10ο αιώνα και ήταν ευρείας χρήσεως τους επόμενους αιώνες μαζί με τα συνώνυμα άρχοντες και μεγιστάνες. Την τάξη των Δυνατών αποτελούσαν κάποιες ισχυρές οικογένειες (π.χ. Φωκάδες, Μελισσηνοί) που κατά κανόνα είχαν τεράστια κτηματική περιουσία και, επιπλέον, τα μέλη της νέμονταν συστηματικά όλα τα πολιτικά, στρατιωτικά, δικαστικά και εκκλησιαστικά ανώτατα αξιώματα. Αρκετοί αυτοκράτορες προσπάθησαν να μειώσουν τη δύναμή τους (χωρίς μεγάλη επιτυχία), ενώ άλλοι προήλθαν ή ευνοήθηκαν από τους Δυνατούς (Κομνηνοί, Δούκες). Σε κάθε περίπτωση, η κυριαρχία των Δυνατών, που συνεχίστηκε μέχρι το τέλος, οδήγησε σε εξαθλίωση του αγροτικού πληθυσμού και έμμεσα στην αποδυνάμωση του Βυζαντίου.






    Μανώλης Παπαθανασίου, Απρίλιος 2020