Πολιορκία Αριμίνου(Πολιορκία Ρίμινι) |
χρόνος: 538 |
Άκαρπη πολιορκία της πόλης Αρίμινον (Ρίμινι) στην Ιταλία από τους Οστρογότθους | ★ ★ ★ ★ ★ |
εχθρός: Οστρογότθοι
|
τοποθεσία: Πόλη Αρίμινον ή Ariminum σημερινό Ρίμινι Ιταλίας
|
ακρίβεια θέσης:
●●●●●
|
τύπος μάχης: Πολιορκία |
πόλεμος: Γοτθικός Πόλεμος στην Ιταλία |
σύγχρονη χώρα:
Ιταλία |
▼ Οι Βυζαντινοί(αυτοκρ. Ιουστινιανός Α’) | ▼ Οι Εχθροί | |
Επικεφαλής: | Ιωάννης | Βασιλιάς Ουίτιγις |
Δυνάμεις: | 3.400 | πολύ περισσότεροι |
Απώλειες: |
Ιστορικό πλαίσιο: |
Ο στρατηγός Βελισάριος κατέλαβε αμαχητί τη Ρώμη του Δεκέμβριο του 536. Τον επόμενο Μάρτιο οι Οστρογότθοι επέστρεψαν και πολιόρκησαν την πόλη με μεγάλο στρατό. O Βελισάριος κατόρθωσε να αμυνθεί με επιτυχία για σχεδόν ένα χρόνο και, παρά το μεγάλο αριθμητικό πλεονέκτημα των Γότθων, ήταν φανερό ότι η πολιορκία ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Μια από τις τακτικές που ακολουθούσε ο Βελισάριος, ιδίως προς το τέλος της πολιορκίας, ήταν να στέλνει δυνάμεις στα μετόπισθεν των πολιορκητών και να καταλαμβάνει επίκαιρες θέσεις και φρούρια κόβοντας τις γραμμές ανεφοδιασμού. Με τον τρόπο αυτό είχε περιορίσει κατά πολύ την ευχέρεια κινήσεων των αντιπάλων του. Στα πλαίσια αυτών των εφόδων αντιπερισπασμού, ο Βελισάριος έστειλε ένα αξιωματικό τον Ιωάννη(1) με 2000 Ισαύρους ιππείς στην επαρχία των Πικηνών(2) στα βορειοανατολικά της Ρώμης. Ο Ιωάννης άρχισε τις λεηλασίες και τις σφαγές αμάχων σε αυτή την περιοχή και κατατρόπωσε ένα στράτευμα Γότθων που προσπάθησε να τον σταματήσει. Προχωρώντας πιο βόρεια ο Ιωάννης έφτασε στην Αύξιμο (Osimo), μια πόλη με ισχυρό κάστρο που δεν είχε τότε μεγάλη φρουρά, αλλά εκτίμησε ότι θα ήταν δύσκολο να την καταλάβει («ἀνάλωτον κατενόησε τὸ χωρίον»), για αυτό την παρέκαμψε και έφτασε στο Ουρβίνον (Urbino) το οποίο επίσης προσπέρασε για τον ίδιο λόγο. Ο φιλόδοξος Ιωάννης δεν ήθελε να χασομερήσει με χρονοβόρες πολιορκίες κάστρων. Άλλωστε έχοντας μόνο ιππικό, δεν είχε την κατάλληλη οργάνωση για πολιορκίες. Έτσι έλαβε την πρωτοβουλία να στραφεί στη σημαντική πόλη και λιμάνι Αρίμινον, το σημερινό Ρίμινι. Το Αρίμινον (κατά τον Στράβωνα «έχει... λιμένα και ομώνυμον ποταμόν») απείχε μιας ημέρας δρόμο από τη Ραβένα, όπου είχε την έδρα του ο Ουίτιγις, ο βασιλιάς των Οστρογότθων. Ο Ιωάννης πίστευε – ορθώς όπως αποδείχθηκε – ότι αν έπαιρνε το Αρίμινο, οι Οστρογότθοι θα αναγκάζονταν να σπεύσουν με όλες τους τις δυνάμεις εκεί και να παρατήσουν την πολιορκία της Ρώμης. Όταν ο Ιωάννης με τους ιππείς του πλησίασε προς το Αρίμινο, η μικρή γοτθική φρουρά που στάθμευε στην πόλη νόμισε ότι πρόκειται για την εμπροσθοφυλακή του στρατού του Βελισαρίου. Γι’ αυτό δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση και εγκατέλειψε άρον άρον την πόλη αναζητώντας καταφύγιο στη Ραβένα. Έτσι, πέραν πάσης προσδοκίας, ο Ιωάννης βρέθηκε κύριος του Αριμίνου, έχοντας αφήσει όμως πίσω του δύο ισχυρά εχθρικά φρούρια, κάτι που ήταν αντίθετο με τις εντολές που είχε πάρει από τον Βελισάριο. Όπως είχε προβλέψει ο Ιωάννης, οι Οστρογότθοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Ρώμη και να επικεντρωθούν στο Ρίμινι, όπου η απειλή ήταν άμεση. Αυτές οι εξελίξεις προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση και θεωρήθηκαν μεγάλο κατόρθωμα του Ιωάννη που ήδη είχε φήμη εξαίρετου πολεμιστή («τολμητής τε γὰρ ἦν καὶ αὐτουργὸς ἐν τοῖς μάλιστα, ἔς τε τοὺς κινδύνους ἄοκνος»). Ο Βελισάριος πάντως δεν φαινόταν να είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένος από την ξαφνική δόξα του Ιωάννη. Ο Βελισάριος γνωρίζοντας ότι οι Οστρογότθοι θα πολιορκούσαν το Αρίμινον έστειλε ενισχύσεις 1000 αντρών με επικεφαλής τους στρατηγούς Ιλδίγερ και Μαρτίνο. Στόχος ήταν να μπορέσουν να απεγκλωβιστούν από το Αρίμινον οι επίλεκτοι ιππείς του Ιωάννη, που ήταν χρήσιμοι σε άλλου είδους επιχειρήσεις, και να αντικατασταθούν από άλλες δυνάμεις με μεγαλύτερη εμπειρία στην άμυνα πόλεων. Πράγματι οι Ιλδίγερ και Μαρτίνος έφθασαν στο Αρίμινον αφού πέρασαν από την Αγκώνα από όπου πήραν 400 πεζούς. Όμως ο Ιωάννης παρακούοντας τις εντολές του Βελισάριου αρνήθηκε να φύγει και να παραδώσει τη διοίκηση της πολιορκημένης πόλης. Μετά από αυτό, οι Ιλδίγερ και Μαρτίνος αποχώρησαν αφήνοντας στο Αρίμινον τις ενισχύσεις που είχαν φέρει μαζί τους. |
Η Μάχη: |
αρχαίο Αρίμινον, αναπαράσταση Στην αρχή της πολιορκίας οι Οστρογότθοι έχτισαν έναν μεγάλο ξύλινο πολιορκητικό πύργο που ήταν ψηλότερος από τα τείχη. Για να τον μετακινήσουν κοντά στην οχύρωση, τον πύργο τον έσερναν άνθρωποι αντί για βόδια (επειδή στη Ρώμη οι Βυζαντινοί είχαν τοξεύσει τα βόδια και οι πολιορκητικές μηχανές είχαν αχρηστευθεί). Όμως τη νύχτα, ο ίδιος ο Ιωάννης βγήκε από τα τείχη και με μια ομάδα Ισαύρων άνοιξαν ανενόχλητοι μια τάφρο κατά μήκος των τειχών για να εμποδίσουν την πολιορκητική μηχανή να πλησιάσει. Το επόμενο πρωί οι Γότθοι βρέθηκαν προ εκπλήξεως. Για να καλύψουν την τάφρο τη γέμισαν με ξερά κλαδιά, αλλά όταν ο τερατώδης πύργος προσπάθησε να περάσει, το υπόστρωμα υποχώρησε και ο πύργος κόλλησε καθώς τον εμπόδιζαν και τα χώματα από την εξόρυξη της τάφρου που ήταν σε σωρούς από την άλλη πλευρά. Οι Γότθοι αποφάσισαν να αποσυρθούν και άρχισαν να τραβούν τον πολιορκητικό πύργο προς τα πίσω. Τότε ο Ιωάννης επιτέθηκε. Ακολούθησε μια αιματηρή μάχη όπου οι Γότθοι είχαν μεγάλες απώλειες, αν και οι Βυζαντινοί απέτυχαν να καταστρέψουν τον πύργο. Ο Ουίτιγις μετά από το ρεζιλίκι με τον πύργο και έχοντας υποστεί σοβαρές απώλειες αποφάσισε να σταματήσει στο εξής το «τειχομαχείν» και αντ’ αυτού να αποκλείσει την πόλη που ήταν απροετοίμαστη για μακρά πολιορκία και δεν είχε επαρκή εφόδια. Αυτό του έδινε και τη δυνατότητα να απαγκιστρώσει μέρος των δυνάμεων για να ενισχύσει την άμυνα σε άλλα μέτωπα όπου ο Βελισάριος προσπαθούσε να προωθηθεί. Αυτό το σχέδιο απέδωσε καλύτερα και η πόλη μετά από μερικές εβδομάδες άρχισε να υποφέρει από πείνα και έλλειψη εφοδίων. Ήταν φανερό ότι δεν θα μπορούσε να αντέξει για πολύ, αν δεν ερχόταν εγκαίρως βοήθεια από τον Βυζαντινό στρατό. Εκείνη την εποχή, μετά το τέλος της πολιορκίας της Ρώμης, ο πόλεμος με τους Γότθους είχε μεταφερθεί στην κεντρική και βόρεια Ιταλία. Ο Βελισάριος προχωρούσε προς βορράν αργά και μεθοδικά καταλαμβάνοντας έναν ένα τα φρούρια των Γότθων. Το πλεονέκτημα των Βυζαντινών σε αυτή τη συγκυρία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο όταν κατέφθασαν νέες ενισχύσεις από το Βυζάντιο 7.000 αντρών (5000 Ίσαυροι+2000 Έρουλοι) με επικεφαλής τον ευνούχο Ναρσή. Αυτή η εξέλιξη ενίσχυσε σοβαρά τη δύναμη κρούσης του στρατού στην Ιταλία, αλλά δημιούργησε σύγχυση για το ποιος πραγματικά θα ήταν στο εξής ο επικεφαλής των επιχειρήσεων στην Ιταλία. Ο Βελισάριος ήταν απρόθυμος να επέμβει για να ανακουφίσει την πολιορκία του Αριμίνου από τους Οστρογότθους, με το σκεπτικό ότι αν επενέβαινε στο Αρίμινον έχοντας στα μετόπισθεν το ισχυρό φρούριο της Αυξίμου, ο στρατός του θα ήταν εκτεθειμένος και ευάλωτος. Εξάλλου ο Ιωάννης τα ‘θελε και τα ‘παθε και βρέθηκε εξαιτίας της δικής του ανυπακοής σε δύσκολη θέση. Σε σύσκεψη των αρχηγών του στρατού οι περισσότεροι συμφωνούσαν με αυτή την αντιμετώπιση. Όχι όμως και ο Ναρσής, οποίος επέμενε ότι δεν έπρεπε να αφήσουν το Αρίμινον να πέσει. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να κατηγορήσει συγκαλυμμένα τον Βελισάριο για ανυπακοή προς τον βασιλέα αν αδιαφορούσε. Τότε έφτασε κι ένας απεσταλμένος από τον Ιωάννη που κατόρθωσε να περάσει από τις γραμμές του εχθρού φέρνοντας στον στρατηγό επιστολή, με την οποία ο Ιωάννης ενημέρωνε πως αν δεν ερχόταν βοήθεια, θα αναγκαζόταν να παραδοθεί μέσα σε εφτά ημέρες και κανείς δεν θα μπορούσε να τον κατηγορήσει γι’ αυτό. Ο Βελισάριος πείστηκε τελικά να επέμβει για να σώσει το Ρίμινι. Και από τη στιγμή που το αποφάσισε, κινήθηκε όπως πάντα με άψογη τακτική και με άκρα αποτελεσματικότητα. Ο Βελισάριος χώρισε τον στρατό του σε τέσσερα τμήματα. Άφησε ένα τμήμα με 1000 άντρες σαν οπισθοφυλακή να φυλάει τα νώτα του προς την Αύξιμο. Μια μεγάλη δύναμη στάλθηκε δια θαλάσσης στο Αρίμινον υπό τη διοίκηση του Ιλδίγερ, στον οποίο δόθηκε εντολή να μην αποβιβαστεί μέχρις ότου ένα άλλο τμήμα, με επικεφαλής τον Μαρτίνο, έφτανε στην πόλη βαδίζοντας κατά μήκος της ακτής. Ο Μαρτίνος είχε εντολή όταν πλησιάσει στο Αρίμινο να ανάψει πολλές φωτιές πάνω στο βουνό για να δώσε στο εχθρό την εντύπωση πολυάριθμης δύναμης. Ο Βελισάριος συνοδευόμενος από τον Ναρσή οδήγησε ο ίδιος τον υπόλοιπο στρατό μέσα από τα βουνά για να φτάσει εκεί από τα βορειοδυτικά. Για την πλήρη επιτυχία του σχεδίου ήταν απαραίτητο οι αφίξεις των τριών τμημάτων να συγχρονιστούν και να συμπέσουν. Κατά την πορεία του τμήματος του Βελισαρίου έγινε μια αψιμαχία με ομάδα Γότθων που τράπηκαν σε φυγή και κατέφυγαν στο Αρίμινον όπου ειδοποίησαν ότι έρχεται ο Βελισάριος με πολύ στρατό. Αμέσως οι Οστρογότθοι παρατάχθηκαν για μάχη στη βόρεια πλευρά της πόλης και πέρασαν την ημέρα περιμένοντας τον Βελισάριο να φανεί από τους λόφους στα βορειοδυτικά. Όταν έπεσε η νύχτα και χαλάρωσαν, είδαν ξαφνικά στην αντίθετη πλευρά, στα νοτιοανατολικά, τις πολλές φωτιές που είχαν ανάψει οι στρατιώτες του Μαρτίνου. Οι Γότθοι ξαγρύπνησαν με το φόβο ότι κινδύνευαν να περικυκλωθούν. Όταν ήρθε το πρωί και κοίταξαν προς τη θάλασσα, είδαν και ένα μεγάλο στόλο από εχθρικά πλοία να έχει είναι έξω από το λιμάνι. Όλα αυτά ήταν πολλά για να τα αντέξουν και εν μέσω μεγάλου πανικού ο στρατός των Γότθων έσπευσε να φύγει προς τη Ραβένα. Αν μάλιστα η φρουρά της πόλης δεν ήταν τόσο εξαντλημένη και τους κυνηγούσε, ο πόλεμος θα είχε τελειώσει εκείνη την ημέρα. Αλλά η μονάδα του Ιωάννη δεν είχε πλέον δυνάμεις. Ο Ιλδίγερ και τα στρατεύματα που είχαν έρθει με τον στόλο ήταν οι πρώτοι που έφτασαν στο εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο των βαρβάρων. Ο Βελισάριος έφτασε αργότερα, το μεσημέρι. Όταν ο Βελισάριος συνάντησε τον Ιωάννη, χλωμό και αδυνατισμένο από την πείνα, του είπε ότι θα έπρεπε να ευγνωμονεί τον Ιλδίγερ που ήταν ο σωτήρας του. Ο Ιωάννης του απάντησε ότι ο μόνος στον οποίο χρωστούσε χάρη ήταν ο Ναρσής(3). |
Αξιοσημείωτα: |
Η βασίλισσα των Οστρογότθων Ματασούνθα, όταν έμαθε ότι ο Ιωάννης κατέλαβε το Αριμίνιον, του έστειλε γράμμα με το οποίο του ζητούσε να τον παντρευτεί, παρόλο που δεν γνωρίζονταν! Η Ματασούνθα (που ήταν κόρη της Αμαλασούνθας) μισούσε τον βασιλιά και σύζυγό της Ουίτιγις τον οποίο είχε αναγκαστεί να παντρευτεί όταν εκθρονίστηκε ο σύζυγός της Θευδάτος. Μετά τον πόλεμο η Ματασούνθα έζησε στην Κωνσταντινούπολη παντρεμένη με τον πατρίκιο Γερμανό, ανιψιό του Ιουστινιανού. |
Επακόλουθα: |
Οι επιχειρήσεις των Βυζαντινών συνεχίστηκαν τα επόμενα δύο χρόνια με νίκες. Ο πόλεμος ήταν πλέον μια σειρά από πολιορκίες και καταλήψεις φρουρίων. Το κακό ήταν ότι ο στρατός είχε χωριστεί στα δύο. Οι μισοί ήταν με τον Βελισάριο και οι άλλοι με τον Ναρσή και τον Ιωάννη που δρούσαν για ένα διάστημα ανεξάρτητα. Αυτό κράτησε για λίγους μήνες όταν Ναρσής και Ιωάννης καθυστέρησαν να βοηθήσουν στο Μιλάνο με αποτέλεσμα την καταστροφή της πόλης από το εχθρό. Μετά από αυτό, ο Ναρσής ανακλήθηκε. |
Παρατηρήσεις: |
|
|