
Άλωση της Πόλης |
χρόνος: 145329 Μαΐου 1453 |
Άλωση της Πόλης και το Τέλος του Βυζαντίου | ★ ★ ★ ★ ★ |
εχθρός: Οθωμανοί Τούρκοι
|
τοποθεσία: Κωνσταντινούπολη
|
ακρίβεια θέσης:
●●●●●
|
τύπος μάχης: Άλωση |
πόλεμος: Πόλεμοι εναντίον των Οθωμανών Τούρκων |
σύγχρονη χώρα:
Τουρκία |
▼ Οι Βυζαντινοί(αυτοκρ. Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος) | ▼ Οι Εχθροί | |
Επικεφαλής: | Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος | Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής |
Δυνάμεις: | 7.000 + 26 πλοία | 45.000, ίσως παραπάνω |
Απώλειες: | 4.000 νεκροί | Βαριές |
Ιστορικό πλαίσιο: |
Στις 31 Οκτωβρίου 1448, πέθανε άκληρος ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος που ήταν το όγδοο από τα 10 παιδιά του Μανουήλ Β΄ και της σερβικής καταγωγής συζύγου του Ελένης Δραγάση. Ο Κωνσταντίνος μέχρι τότε ήταν Δεσπότης στο δεσποτάτο του Μορέως (όπου μοιραζόταν την εξουσία με τα αδέρφια του Θωμά και Θεόδωρο). Η στέψη του νέου αυτοκράτορα έγινε στον Μυστρά στις 6 Ιανουαρίου 1449. Δυο μήνες αργότερα μετέβη με ένα καταλανικό πλοίο στην Κωνσταντινούπολη. Ο νέος αυτοκράτορας, όπως και ο προηγούμενος, ήταν υπέρ της ένωσης των εκκλησιών και ως ενωτικός δεν ήταν καλοδεχούμενος από μέρος του πληθυσμού της Πόλης. Για τον λόγο αυτό απέφυγε να στεφθεί στην Αγια-Σοφιά. Τα εδάφη που είχε ως Δεσπότης στην Πελοπόννησο θα τα πάρει ο αδερφός του Δημήτριος Το Βυζάντιο εκείνη την εποχή ήταν πλέον μόνο κατ’ όνομα αυτοκρατορία. Είχε περιοριστεί στην Κωνσταντινούπολη με τα περίχωρά της και σε κάποιες απομονωμένες και απομακρυσμένες κτήσεις, η πιο αξιόλογη από τις οποίες ήταν το Δεσποτάτο του Μυστρά. (Υπήρχε και η αυτοκρατορία της Τραπεζούντος που είχε ιδρυθεί το 1204, αλλά αυτή ήταν εξαρχής εντελώς ανεξάρτητη από το Βυζάντιο.) Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία όταν ανέλαβε ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ήταν ουσιαστικά μια καστροπολιτεία περικυκλωμένη πανταχόθεν από εδάφη που είχαν ήδη κατακτήσει οι Οθωμανοί, οι οποίοι είχαν επιχειρήσει να καταλάβουν και την Πόλη τη δεκαετία του 1390 και, ξανά, το 1422 χωρίς να το επιτύχουν. Όμως οι Βυζαντινοί ήξεραν πως δεν θα άντεχαν για πολύ ακόμα· εκτός κι αν ερχόταν βοήθεια από τη Δύση... Μωάμεθ Β’![]() Μωάμεθ Β’ Από κάποια στιγμή και μετά η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης έγινε έμμονη ιδέα για τον Μωάμεθ: λέγεται ότι έμενε άυπνος τις νύχτες καταστρώνοντας τα σχέδιά του. Η πρώτη επιθετική κίνηση του νεαρού Σουλτάνου, με την οποία αποκαλύφθηκαν οι προθέσεις του, ήταν η κατασκευή ενός μεγάλου κάστρου βόρεια από την Πόλη, στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, στο πιο στενό σημείο του. Το κάστρο αυτό ήταν το Μπογάζ Κεσέν (που σημαίνει κόφτης του στενού), που αργότερα έγινε γνωστό ως Ρούμελι Χισάρ. Η κατασκευή του άρχισε τον Μάρτιο του 1452 και τελείωσε πολύ γρήγορα, τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, μέσα σε ένα κλίμα φανατισμού και ευφορίας στις τάξεις των Οθωμανών. Ο Μωάμεθ επάνδρωσε το κάστρο με δύναμη 400 αντρών και κανόνια (“πετροβόλους μηχανάς”). Οι Βυζαντινοί αντιλήφθηκαν αμέσως ότι το καινούργιο κάστρο δεν χτιζόταν για καλό, αλλά δεν ήταν σε θέση να αντιδράσουν και να εμποδίσουν την κατασκευή του. Το οχυρωματικό αυτό έργο, σε συνδυασμό με το παλιότερο οχυρό που υπήρχε ήδη από το 1393/1394 στην απέναντι ασιατική ακτή, το Ανατολού Χισάρ, απέκοψε εντελώς τη θαλάσσια επικοινωνία και τον εφοδιασμό της Κωνσταντινούπολης. Να σημειωθεί ότι σε όλες τις προηγούμενες πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης, η δυνατότητα εφοδιασμού από τα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου είχε αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας για την άμυνα και τη σωτηρία της πόλης. Ο Μωάμεθ εκείνη την περίοδο έκανε άλλες δύο ενέργειες για να διευκολύνει την υλοποίηση του σχεδίου του. Κατ’ αρχάς έκανε συνθήκη ειρήνης με τον Ούγγρο αντιβασιλέα και μεγάλο εχθρό των Οθωμανών στα Βαλκάνια τον Ιωάννη Ουνυάδη (János Hunyadi). Επίσης έστειλε τον Τουραχάν μπέη να εισβάλει για ακόμα μία φορά στις βυζαντινές περιοχές της Πελοποννήσου, όπου ήταν Δεσπότες οι αδελφοί του Κωνσταντίνου. Σκοπός αυτών των ενεργειών ήταν αφενός να εμποδίσει την αποστολή ενισχύσεων στην Κωνσταντινούπολη και αφετέρου να αποφύγει εχθροπραξίες στα μετόπισθεν όταν θα έκανε την τελική του επίθεση στην Κωνσταντινούπολη. Τα κανόνιαΜια ενδιαφέρουσα πτυχή των προκαταρκτικών της αλώσεως ήταν η κατασκευή των κανονιών του Μωάμεθ. Το καλοκαίρι του 1452, ένας Ούγγρος (κατ’ άλλους Σάξονας) οπλουργός και χύτης κανονιών, ο Ουρβανός (Orban), πήγε στην Κωνσταντινούπολη και προσέφερε τις υπηρεσίες του στους Βυζαντινούς. (Οι Βυζαντινοί, ιστορικά, ήταν από τους πρώτους που είχαν χρησιμοποιήσει κανόνια σε άμυνα πόλης, στην πρώτη πολιορκία από τον Βαγιαζήτ Α’.) Ο Κωνσταντίνος δέχτηκε ασμένως την πρόταση, αλλά δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να προσφέρει ικανοποιητική αμοιβή ούτε να βρει όλα τα απαιτούμενα υλικά. Έτσι ο Ουρβανός πήγε στον Μωάμεθ και συμφώνησε μαζί του με πολλαπλάσια αμοιβή. Μέσα σε τρεις μήνες κατόρθωσε να κατασκευάσει το πρώτο κανόνι που τοποθετήθηκε στο Ρούμελι Χισάρ και βύθισε ένα βενετσιάνικο πλοίο που τόλμησε να αψηφίσει τον αποκλεισμό των Οθωμανών.Μετά από την πρώτη πετυχημένη δοκιμή, ο Σουλτάνος ζήτησε από τον Ουρβανό να φτιάξει ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κανόνι για να μπορέσει να γκρεμίσει τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Το κανόνι αυτό, που ονομάστηκε «Βασιλική», κατασκευάστηκε στην Αδριανούπολη και ήταν έτοιμο τον Ιανουάριο του 1453. Σύμφωνα με σύγχρονες εκτιμήσεις, το συνολικό μήκος του κανονιού ήταν 9,2 μέτρα. Η εξωτερική του διάμετρος της κάννης ήταν 1152 χιλιοστά. Τα βλήματα ήταν από γρανίτη σε σφαιρικό σχήμα, διαμέτρου 752 χιλιοστών και βάρους περίπου 600 κιλών. Χρειάζονταν ώρες για να ξαναγεμίσει και έτσι δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί πάνω από 7 φορές την ημέρα, κάτι που αποδείχθηκε σοβαρό μειονέκτημα. Τον Μάρτιο, το κανόνι άρχισε το ταξίδι του για την Κωνσταντινούπολη κινούμενο με 4 χιλιόμετρα την ώρα. Είχε φορτωθεί σε πολλές άμαξες δεμένες μεταξύ τους που τις έσερναν 60 βόδια με τη βοήθεια 200 ανδρών, ενώ χιλιάδες άλλοι δούλευαν για να κάνουν δρόμους και γέφυρες για να περάσει το τερατώδες όπλο. Στο μεταξύ, υπό τις οδηγίες του Ουρβανού τα χυτήρια παρήγαγαν συνεχώς κι άλλα κανόνια, μικρότερα βεβαίως από την Βασιλική. Υπολογίζεται ότι κατά την πολιορκία της Πόλης χρησιμοποιήθηκαν 68 κανόνια κατασκευής Ουρβανού. ![]() Βομβάρδα του 15ου αι. παρόμοια αλλά μικρότερη από τη «Βασιλική» Η βοήθεια από τη ΔύσηΗ Κωνσταντινούπολη σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή, με τους Οθωμανούς προ των πυλών, δεν μπορούσε να ελπίζει παρά μόνο σε βοήθεια από τη Χριστιανική Δύση. Όμως στο Βυζάντιο υπήρχε απέχθεια για τους Καθολικούς, ενώ σοβούσε ένας βαθύς διχασμός ανάμεσα σε «Ενωτικούς» και «Ανθενωτικούς» που είχε πάρει διαστάσεις εμφύλιου σπαραγμού μετά την ενωτική διακήρυξη στη σύνοδο της Φερράρας/Φλωρεντίας τον Ιούλιο του 1439.Το μίσος για τους Λατίνους δεν οφειλόταν αποκλειστικά σε θρησκευτικούς λόγους. Ο λαός δεν ξεχνούσε τις φρικαλεότητες των Σταυροφόρων στην άλωση του 1204, ενώ ανέκαθεν αντιδρούσε στην οικονομική διείσδυση των ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών, κάτι που συχνά γινόταν αιτία προστριβών και ταραχών. Ωστόσο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, τις δύσκολες εκείνες ώρες, είχε μια πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση και θεωρούσε ότι η μοναδική επιλογή ήταν μια φιλενωτική πολιτική και μόνη ελπίδα σωτηρίας θα ήταν μια στρατιωτική βοήθεια από τη Δύση. Έκανε έκκληση για αυτό στον πάπα Νικόλαο Ε’ αλλά ο Πάπας έθεσε σαν προϋπόθεση να υλοποιηθεί η απόφαση για την Ένωση των Εκκλησιών. Ο Αυτοκράτορας δεν είχε αντίρρηση, αλλά έπρεπε να πειστεί και η κοινή γνώμη στο Βυζάντιο που από κάποιος εκφραζόταν με το περίφημο «κρειττότερον εστὶν ειδέναι εν μέση τη Πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκου, ή καλύπτραν λατινικήν!» του Λουκά Νοταρά. Ο Πάπας αποδέχθηκε το αίτημα του αυτοκράτορα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη απεσταλμένους, προκειμένου να προχωρήσει η διαδικασία της Ένωσης. Έτσι τον Νοέμβριο του 1452 έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ο καρδινάλιος Ισίδωρος του Κιέβου (που ήταν από τη Μονεμβασιά –ένας ιερωμένος με μεγάλη παιδεία και φλογερός υπέρμαχος της ένωσης) και ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Λέσβου Λεονάρδος ο Χίος. Μαζί τους έφεραν και 200 πολεμιστές. Ας σημειωθεί ότι τόσο ο Ισίδωρος όσο και ο Λεονάρδος πολέμησαν γενναία, αργότερα, συμμετέχοντας ενεργά στην άμυνα κατά των Τούρκων. Σε μια συνταρακτική εξέλιξη, στις 12 Δεκεμβρίου 1452 ο καρδινάλιος Ισίδωρος χοροστάτησε σε λειτουργία στην Αγιά Σοφιά παρουσία του αυτοκράτορα και της αυλής όπου κηρύχθηκε επίσημα η ένωση των εκκλησιών σύμφωνα με το ψήφισμα της Συνόδου της Φλωρεντίας. Στις προσευχές μνημονεύθηκαν ο Πάπας και διαβάστηκαν τα διατάγματα της ένωσης της Φλωρεντία, ενώ απαγγέλθηκε το Πιστεύω με το «και εκ του Υιού». Ο λαός στη μεγάλη του πλειοψηφία αντέδρασε. Αρνήθηκε να λάβει το μιαρόν αντίδωρο και συγκεντρώθηκε σε άλλες εκκλησίες όπου λειτουργούσαν ανθενωτικοί ιερείς και κυρίως στη Μονή του Παντοκράτορα, όπου βρισκόταν ο Γεννάδιος Σχολάριος ο πρωταγωνιστής της ανθενωτικής κίνησης (και ο πρώτος Πατριάρχης μετά την άλωση…) Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν «Την γαρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ' ημών η των αζύμων λατρεία». Από την πλευρά τους οι Δυτικοί, αν και κατανοούσαν ότι θα έπρεπε να βοηθήσουν, δεν έκαναν και πολλά γι’ αυτό, διότι οποιαδήποτε στρατιωτική βοήθεια απαιτούσε κινητοποίηση, οργάνωση και πολλά χρήματα και κανένας δεν είχε διάθεση να ξοδέψει χρήματα και πολιτικό κεφάλαιο για να σωθεί το Βυζάντιο. Οι μόνοι που βοήθησαν κάπως, ήταν οι Γενοβέζοι που για διάφορους λόγους αισθάνονταν πιο κοντά στους Βυζαντινούς από άλλους δυτικούς. Στις 26 Ιανουαρίου 1453, έφθασαν στην Πόλη δυο γενοβέζικα πλοία με 700 πολεμιστές. Επικεφαλής τους ήταν ο εξαιρετικός Giovanni Giustiniani Longo (Ιωάννης Ιουστινιάνης) στον οποίο δόθηκε ο τίτλος του πρωτοστράτορα και η υπόσχεση ότι θα του παραχωρηθεί η Λήμνος, μετά τη σωτηρία της Πόλης. Θεωρείται πολύ πιθανόν η μικρή αυτή βοήθεια να ήταν αποτέλεσμα προσωπικής πρωτοβουλίας του Ιουστινιάνη και των Γενοβέζων της Χίου. Οι τελευταίες προπαρασκευαστικές ενέργειεςΣτις αρχές Ιανουαρίου 1453, ο Μωάμεθ Β΄, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Ο παντοδύναμος βεζύρης Χαλίλ (που ίσως χρηματιζόταν από τους Βυζαντινούς) ήταν αντίθετος, αλλά επιφανείς στρατιωτικοί ηγέτες όπως ο Τουραχάν μπέης και ο Έλληνας εξωμότης Ζαγανός ήταν ενθουσιώδεις υποστηρικτές του σχεδίου.Συγχρόνως στις αρχές του 1453, οι Οθωμανοί επιτέθηκαν στις πόλεις της Προποντίδας (Άγιος Στέφανος, Επιβάτες και Ηράκλειας) και του Ευξείνου Πόντου (Βιζύη, Αγχίαλος, Μεσημβρία) που βρίσκονταν ακόμα υπό βυζαντινή κυριαρχία και τις κατέλαβαν. Μόνο η Σηλυβρία φαίνεται ότι μπόρεσε να αντισταθεί και σύμφωνα με μία εκδοχή έπεσε στα χέρια των Τούρκων μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο Σουλτάνος συγκέντρωσε ένα στρατό από 150.000 άντρες και 400 πλοία, αν και η νεώτερη ιστορική έρευνα θεωρεί ότι ο Οθωμανικός στρατός δεν πρέπει να ξεπερνούσε τις 45.000. Από αυτούς οι 11.000 ήταν γενίτσαροι που ήταν το επίλεκτο τμήμα. Υπήρχαν επίσης δυνάμεις από χριστιανικές περιοχές που είχαν ήδη κατακτήσει οι Οθωμανοί (λ.χ. Σέρβοι). Οι Βυζαντινοί είχαν να αντιπαρατάξουν μια πολύ μικρότερη δύναμη. Σύμφωνα με τον Σφραντζή, οι υπερασπιστές της Πόλης ήταν περί τους 7.000: 4.937 Βυζαντινοί και 2.000 ξένοι από τους οποίους οι 700 ήταν οι πολύ αξιόμαχοι Γενοβέζοι ιππότες. Επίσης υπήρχαν στον Κεράτιο 26 πολεμικά πλοία από τα οποία 10 ήταν Βυζαντινά, 5 ενετικά και 5 Γενοβέζικα. Στην Πόλη υπήρχαν και 50.000 άμαχος πληθυσμός (πολλοί από τους οποίους πρόσφυγες) που ήδη υπέφεραν από την πείνα εξαιτίας του αποκλεισμού. |
Η Μάχη: |
![]() Τα πρώτα τμήματα του τουρκικού στρατού έκαναν την εμφάνισή τους τη Δευτέρα του Πάσχα, 2 Απριλίου 1453. Οι πύλες της Πόλης έκλεισαν και οι Βυζαντινοί πήραν θέσεις μάχης. Τότε έκλεισε και η είσοδος (από θαλάσσης) στον Κεράτιο κόλπο, με μια τεράστια αλυσίδα την οποία κατασκεύασε ο Γενοβέζος μηχανικός Μπαρτολομέο Σαλίνγκο. Στις 6 Απριλίου, ήρθε και ο Σουλτάνος με τον υπόλοιπο στρατό. Εγκαταστάθηκε στη σκηνή του απέναντι από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την έναρξη της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης. Στις 9 Απριλίου ο Τουρκικός στόλος με επικεφαλής τον Βούλγαρο εξωμότη Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου προσπάθησε να εισέλθει στον Κεράτιο, αλλά δεν μπόρεσε εξαιτίας της αλυσίδας. Οι Οθωμανοί προσπάθησαν να τη σπάσουν χωρίς να το καταφέρουν. Στο διάστημα μεταξύ 6 με 11 Απριλίου ο Μωάμεθ κυρίευσε δύο φρούρια που υπήρχαν έξω από την πόλη, το Θεράπειο και Στουδίου, ενώ την ίδια περίοδο ο Μπαλτόγλου επιτέθηκε και κατέλαβε τα Πριγκιπόνησα. Στις 12 Απριλίου ξεκίνησε ο συστηματικός βομβαρδισμός της Πόλης. Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της πολιορκίας τρομοκρατώντας τους Κωνσταντινουπολίτες, αλλά τα κανόνια δεν ήταν τόσο αποτελεσματικά όσο αναμενόταν και η συμβολή τους στην τελική νίκη δεν ήταν καθοριστική. Αποδείχτηκαν δύσχρηστα και δυσκίνητα, ειδικά μέσα στην ανοιξιάτικη βροχή. Είναι αλήθεια ότι τα βλήματα προκάλεσαν ζημιές στα τείχη, αλλά οι υπερασπιστές κατάφερναν να τις αποκαθιστούν με αξιοθαύμαστη ταχύτητα. Ειδικά η Βασιλική, το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού αποδείχτηκε πολύ κατώτερο των προσδοκιών. Προκάλεσε περισσότερο θόρυβο παρά αποτελέσματα. Από τη δεύτερη μέρα παρουσίασε μικρές ρωγμές και, παρά τις συνεχείς επισκευές, πολύ σύντομα αχρηστεύτηκε. Σύμφωνα με μια μαρτυρία, το κανόνι στο τέλος εξερράγη, σκοτώνοντας μεταξύ άλλων και τον Ουρβανό, που βρισκόταν δίπλα του. Στις 18 Απριλίου εκδηλώθηκε μεγάλη επίθεση στο Μεσοτείχιο, στη μέση δηλαδή του δυτικού χερσαίου τείχους εκεί που βρισκόταν η πύλη Ρωμανού. Οι υπερασπιστές με επικεφαλής τον Ιουστινιάνι αμύνθηκαν ηρωικά και μετά από 4 ώρες οι επιτιθέμενοι υποχώρησαν με απώλειες 200 νεκρών ενώ από την πλευρά των υπερασπιστών δεν υπήρξε κανένας νεκρός. Στις 20 Απριλίου σημειώθηκε μια απροσδόκητα καλή εξέλιξη. Τρεις γενοβέζικες γαλέρες, με όπλα και εφόδια, που είχαν σταλεί από τον Πάπα μπήκαν στην Προποντίδα και ενώθηκαν με ένα βυζαντινό πλοίο με καπετάνιο τον Φλαντανελά. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να τα σταματήσουν, αλλά μετά από μια συγκλονιστική ναυμαχία, τα χριστιανικά πλοία κατόρθωσαν να μπούν στο λιμάνι του Κερατίου. Ο Σουλτάνος είχε τόσο αναστατωθεί από τη ναυμαχία αυτή που μπήκε με το άλογό του στη θάλασσα. Το περιστατικό αυτό ανέβασε το ηθικό των πολιορκημένων, που ίσως προς στιγμήν πίστεψαν ότι υπήρχε ακόμα ελπίς. Μετά από αυτήν την αποτυχία ο Μωάμεθ τιμώρησε τον Μπαλτόγλου (που είχε τραυματιστεί σοβαρά στο μάτι κατά τη συμπλοκή): τον καθαίρεσε και διέταξε τη μαστίγωσή του. Την επόμενη μέρα όμως το ηθικό των Βυζαντινών καταβαραθρώθηκε και πάλι. Τη νύχτα της 21ης Απριλίου ο Μωάμεθ έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο ενός Γενοβέζου για να περάσει τα πλοία του στον Κεράτιο: διέταξε την κατασκευή ενός ξύλινου διαδρόμου στην ξηρά (κάτι σαν τον Δίολκο των αρχαίων στον Ισθμό της Κορίνθου). Πάνω σε αυτόν τον διάδρομο, που κατασκευάστηκε μέσα σε μια νύχτα, τα πλοία σύρθηκαν πάνω σε ρόδες με τη βοήθεια των χιλιάδων ανθρώπων που είχε στη διάθεσή του ο Σουλτάνος. Για να μη γίνει αντιληπτό το εγχείρημα, τα τούρκικα κανόνια βομβάρδιζαν όλη τη νύχτα το χερσαίο τείχος. Τα ξημερώματα της 22ας Απριλίου, περίπου 70 τουρκικά πλοία βρέθηκαν μέσα στον Κεράτιο, στον μυχό των Πηγών. Ο στόλος των Βυζαντινών και των Ιταλών συμμάχων τους, που στάθμευε εντός του Κερατίου κόλπου, βρέθηκε ανάμεσα σε δύο πυρά (ανάμεσα στα τουρκικά πλοία έξω από την αλυσίδα και από αυτά μέσα στο Κεράτιο) και η κατάσταση έγινε κρίσιμη. Εκτός από τον στόλο που καθηλώθηκε, οι Βυζαντινοί έπρεπε πλέον να επανδρώσουν και τα τείχη κατά μήκος των ακτών του Κερατίου (που ήταν πιο αδύναμα και σε μονή σειρά) τα οποία μέχρι τότε δεν χρειάζονταν πολυάνθρωπη φρουρά (να θυμίσουμε, ότι στην άλωση του 1204, από αυτά τα τείχη είχαν μπει οι Σταυροφόροι) Στις 28 Απριλίου τα πλοία των Βυζαντινών έκαναν μια απόπειρα να πυρπολήσουν τον οθωμανικό στόλο που είχε διεισδύσει στον Κεράτιο. Το σχέδιο ήταν να χρησιμοποιήσουν το πάντα αξιόπιστο βυζαντινό όπλο, το υγρό πυρ. Επικεφαλής της καταδρομικής επιχείρησης ήταν ο Τζιάκομο Κόκο, ο Βενετός πλοίαρχος Τρεβιζάνο και ο υπαρχηγός του Ζαχαρία Γκριόνι. Η επιχείρηση όμως προδόθηκε από κάποιον Γενοβέζο. Οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν 40 Χριστιανούς ναύτες και τους έσφαξαν. Σε αντίποινα, οι Βυζαντινοί αποκεφάλισαν 260 Τούρκους αιχμαλώτους πάνω στα τείχη. Στα μέσα Μαΐου οι Οθωμανοί άρχισαν προσπάθειες για να ανοίξουν λαγούμια κάτω από τα τείχη (η υπονόμευση των τειχών ήταν συνήθης πρακτική στις πολιορκίες κατά τον ύστερο Μεσαίωνα). Ο Ζαγανός πασάς, χρησιμοποιούσε για αυτή τη δουλειά πεπειραμένους σκαπανείς από τα ορυχεία ασημιού της Σερβίας. Οι Βυζαντινοί, με επικεφαλής τον μηχανικό Γιοχάνες Γκραντ και τον Λουκά Νοταρά, κατάφεραν να αποτρέψουν αυτού του είδους τις επιθέσεις, οι οποίες όμως συνεχίστηκαν και όλες τις επόμενες μέρες. Καθώς ο κλοιός των πολιορκητών έσφιγγε, στην Πόλη είχε αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη τροφίμων και οι υπερασπιστές είχαν εξουθενωθεί από τη συνεχή προσπάθεια για απόκρουση των ακατάπαυστων εχθρικών επιθέσεων. Επίσης Βενετοί και Γενουάτες ήταν πάντα σε αντιπαράθεση κατηγορώντας οι πρώτοι τους δεύτερους για συνεργασία με τον εχθρό. Υπήρχαν πράγματι φήμες ότι οι Γενουάτες της συνοικίας του Γαλατά συνεργάζονταν με τον εχθρό. Οι υποψίες δημιουργήθηκαν από το γεγονός ότι οι Τούρκοι σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας δεν πείραξαν καθόλου τον Γαλατά (που βρίσκεται εκτός των τειχών). Ο αδιάκοπος βομβαρδισμός της πόλης εξάντλησε εντελώς τον πληθυσμό· άντρες, γυναίκες παιδιά, ιερείς, μοναχοί προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τα πολυάριθμα ρήγματα στο τείχος. Η πολιορκία είχε ήδη διαρκέσει πενήντα μέρες. Και μέσα σ’ αυτήν την ολοένα επιδεινούμενη κατάσταση, επέστρεψε ένα αναγνωριστικό πλοιάριο που είχε σταλεί στο Αιγαίο και ανέφερε ότι, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, δεν έρχεται κανένας στόλος για να βοηθήσει την Πόλη. Στις 18 Μαΐου οι Οθωμανοί προσπάθησαν να προσεγγίσουν τα τείχη με έναν πολιορκητικό πύργο. Οι Βυζαντινοί τον ανατίναξαν με δυναμίτιδα και ο πύργος κατέρρευσε σκοτώνοντας τους επιτιθέμενους που βρίσκονταν μέσα. Στις 21 Μαΐου, ο σουλτάνος έστειλε πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Επίσης, θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου, ενώ έδινε εγγυήσεις για την ασφάλεια και την περιουσία του πληθυσμού που θα παρέμενε στην πόλη. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε ήρεμα και αποφασιστικά δηλώνοντας:«Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ' εμόν εστίν ούτ' άλλου των κατοικούντων εν ταύτη· κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως άποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών». Στις 24 Μαΐου έγινε μεγάλη λιτανεία για τη σωτηρία της Πόλης. Η λιτανεία διεκόπη λόγω ραγδαίας βροχής ενώ η εικόνα της Θεοτόκου έπεσε από το βάθρο στο οποίο ήταν τοποθετημένη. Όλα αυτά, όπως είναι ευνόητο, θεωρήθηκαν πολύ κακός οιωνός. Επιπλέον εμφανίστηκαν ανεξήγητα σημάδια στον ουρανό, κάτι περίεργα φώτα που εμφανίστηκαν μέσα στην ομίχλη γύρω από τον τρούλο της Αγίας Σοφίας. Η τελική επίθεση ξεκίνησε το βράδυ της Τρίτης, στις 29 Μαΐου, μεταξύ 01.00 και 02.00. Οι Χριστιανοί στρατιώτες του Οθωμανικού στρατού (που ήταν και οι πιο αναλώσιμοι) επιτέθηκαν πρώτοι, ακολουθούμενοι από διαδοχικά κύματα ατάκτων και μουσουλμάνων από την Ανατολία, Οι πρώτες επιθέσεις επικεντρώθηκαν στο βορειοδυτικό τμήμα των τειχών, στις Βλαχερνές, στο σημείο όπου τα κανόνια είχαν κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά. Οι Ανατολίτες κατάφεραν να διασπάσουν τον τομέα αυτό των τειχών και μπήκαν στην πόλη, αλλά απωθήθηκαν πολύ γρήγορα προς τα πίσω. Παρόλο που οι Οθωμανοί ήταν πολύ περισσότεροι, οι Βυζαντινοί τους απώθησαν αρκετές φορές προκαλώντας βαρύτατες απώλειες. Τελικά, επιτέθηκε και το τελευταίο κύμα, αποτελούμενο από επίλεκτους Γενίτσαρους. Τότε ο Γενουάτης Ιωάννης Ιουστινιάνης τραυματίσθηκε σοβαρά και αποχώρησε από τα τείχη μαζί με τους άντρες του προκαλώντας πανικό στους υπόλοιπους.(1) Οι αμυνόμενοι είχαν επίσης περικυκλωθεί σε αρκετά σημεία του τομέα του Κωνσταντίνου, στο Μεσοτείχιον των χερσαίων τειχών. Όταν οι Τουρκικές σημαίες εθεάθησαν να κυματίζουν πάνω από μια μικρή βοηθητική πύλη, την Κερκόπορτα, που είχε ξεχαστεί ανοικτή, η άμυνα κατέρρευσε. Λέγεται ότι ο Κωνσταντίνος, πετώντας από πάνω του τα αυτοκρατορικά ενδύματα και εμβλήματα, πήρε μέρος στην τελική επίθεση εναντίον των Οθωμανών που είχαν ήδη μπει στην Πόλη και έπεσε μαχόμενος στους δρόμους της Πόλης μαζί με τους στρατιώτες του. «Εάλω η Πόλις». Η Πόλη αλώθηκε. Ακολούθησαν σφαγές και λεηλασίες. Ο Μωάμεθ είχε μηνύσει στους στρατιώτες του ότι ο ίδιος ήθελε μόνο τα τείχη και τα κτίρια, οτιδήποτε άλλο ανήκε σε αυτούς. Ένα μεγάλο πλήθος πολιτών κατέφυγε στην Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια. Αλλά οι Τούρκοι διέρρηξαν την κεντρική πύλη και όρμησαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαξαν το πλήθος. Ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη και μπήκε έφιππος στην Αγία Σοφία, όπου και προσευχήθηκε στον Αλλάχ «αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης». Κατόπιν εγκαταστάθηκε στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών. Την τρίτη ημέρα, ο Σουλτάνος διέταξε να σταματήσει κάθε λεηλασία και έστειλε όλους τους στρατιώτες πίσω, έξω από τα τείχη. ![]() Οι Έλληνες ιστορικοί καθοδηγούμενοι από το Χρονικόν του Σφρντζή έχουν την τάση να ρίχνουν το φταίξιμο για την άλωση στους δυτικούς κάνοντας λόγο για τον εκβιασμό για την ένωση των εκκλησιών, την απροθυμία για αποστολή βοήθειας, την προδοσία του Ουρβανού, τη φημολογούμενη βοήθεια των Γενουατών του Γαλατά στους Τούρκους, την αναχώρηση του Ιουστινιάνη. Στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν σωζόταν τότε η Πόλη, είναι σίγουρο πως δεν θα άντεχε για πολλά χρόνια ακόμα. Αν φταίνε οι Λατίνοι, φταίνε περισσότερα για τα δεινά που επέφερε η άλωση του 1204. |
Αξιοσημείωτα: |
Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, το σώμα του νεκρού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου δεν βρέθηκε ποτέ.
Μετά τον θάνατό του, έγινε η θρυλικότερη μορφή της ελληνικής λαϊκής παράδοσης ως ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, που θα ξυπνήσει και θα ξαναπάρει την Πόλη από τους Τούρκους.![]() |
Επακόλουθα: |
Η κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως σημάδεψε το τέλος της ένδοξης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία διήρκεσε για περισσότερα από 1.100 χρόνια. Ήταν επίσης, ένα ισχυρό πλήγμα για τη Χριστιανοσύνη. Η Κωνσταντινούπολη έγινε η νέα πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. |
Παρατηρήσεις: |
|
|