
Μάχη του Διακενέ(Μάχη Εκατό Βουνών) |
χρόνος: 1050 |
Ήττα ενός μεγάλου Βυζαντινού στρατού από τους Πετσενέγους | ★ ★ ★ ★ ★ |
εχθρός: Πετσενέγοι
|
τοποθεσία: Στη θέση «Εκατό Βουνοί» ή «Διακενέ» στη ΒΑ Βουλγαρία, βόρεια από την οροσειρά του Αίμου
|
ακρίβεια θέσης:
●●●●●
|
τύπος μάχης: Μάχη εκ Παρατάξεως |
πόλεμος: Πόλεμοι εναντίον των Πετσενέγων |
σύγχρονη χώρα:
Βουλγαρία |
▼ Οι Βυζαντινοί(αυτοκρ. Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος) | ▼ Οι Εχθροί | |
Επικεφαλής: | Ραίκτωρ Νικηφόρος | Χάνος Τυράχ |
Δυνάμεις: | ||
Απώλειες: |
Ιστορικό πλαίσιο: |
Το 1049 ένας μεγάλος πληθυσμός Πετσενέγων (800,000 κατά τον Κεδρηνό) βρέθηκαν εγκατεστημένοι, με την ανοχή και την ενθάρρυνση των Βυζαντινών (αρχικά), στην περιοχή γύρω από τη Σερδική (σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας). Από εκεί, περιφρονώντας τις προθέσεις του Βυζαντίου να τους εκχριστιανίσει και να τους ενσωματώσει στην αυτοκρατορία, άρχισαν επιθέσεις εναντίον της Μακεδονίας και της Θράκης. Μια πρώτη προσπάθεια των Βυζαντινών να αντιδράσουν σε αυτήν την τροπή των γεγονότων έγινε από τον διοικητή των δυνάμεων της Δύσης και μάγιστρο Κωνσταντίνο Αριανίτη, ο οποίος ορμώμενος από την Αδριανούπολη βάδισε εναντίον τους, αλλά γνώρισε βαριά ήττα κοντά στη Διάμπολη και υποχώρησε στην Αδριανούπολη από όπου ζήτησε εσπευσμένα ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος ανταποκρίθηκε άμεσα στο αίτημα για αποστολή ενισχύσεων και οργάνωσε ένα στράτευμα αποτελούμενο από μονάδες του τακτικού στρατού της Ανατολής (τα εώα τάγματα). Συγχρόνως, σκέφθηκε να αξιοποιήσει τον χάνο των Πετσενέγων Τυράχ ο οποίος ήταν όμηρος στην Κωνσταντινούπολη. Αφού απέσπασε υποσχέσεις από τον Τυράχ και από τους άλλους Πετσενέγους ομήρους ότι θα βοηθήσουν στην επίλυση του προβλήματος (έναντι πλουσιοπάροχης αμοιβής) τους έστειλε να συνοδεύσουν την εκστρατεία εναντίον των Πετσενέγων στη Βουλγαρία. |
Η Μάχη: |
![]() Επικεφαλής ορίστηκε κάποιος ευνούχος ονόματι Νικηφόρος, ο οποίος δεν είχε καμιά διοικητική ή στρατιωτική εμπειρία. Παλιά ήταν ιερέας και μετά έβγαλε το ράσο και έγινε υπηρέτης του Μονομάχου. Ήταν άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του αυτοκράτορα, ο οποίος του έδωσε τον τίτλο του ραίκτορα και του ανέθεσε την αρχιστρατηγία αυτής της σημαντικής εκστρατείας δίνοντας αυστηρές εντολές στους στρατηγούς να υπακούν στα «θελήματα» του Νικηφόρου(1). Το 1050 το Βυζαντινό στράτευμα βάδισε βόρεια και πέρασε από τις Σιδηρές Πύλες(2) στην ανατολική πλευρά της οροσειράς του Αίμου (διάβαση που μάλλον είναι το πέρασμα Ρίσκι) και βρέθηκε στην τοποθεσία «Εκατό Βουνοί» ή «Διακενέ». Το μέρος δεν έχει ταυτοποιηθεί, αλλά πρέπει να ήταν κάπου μεταξύ του Αίμου και του Δούναβη στη βορειοανατολική Βουλγαρία. Στο σημείο αυτό ο αυτοκρατορικός στρατός στρατοπέδευσε («έπηξε χάρακα οχυρόν»). Ο Τυράχ και οι υπόλοιποι όμηροι προπορεύτηκαν για να συνομιλήσουν με τους ομοφύλους τους, αλλά αντί να προσπαθήσουν να τους πείσουν να συνθηκολογήσουν, ενώθηκαν μαζί τους και στράφηκαν εναντίον των Βυζαντινών. Ο Νικηφόρος αποφάσισε να δώσει μάχη την επόμενη μέρα όντας βέβαιος για τη νίκη και έχοντας μοναδικό μέλημα μήπως ξεφύγει κανένας από τους εχθρούς. Οι Πετσενέγοι όχι μόνο δεν φοβήθηκαν τον ισχυρό Βυζαντινό στρατό, αλλά άρχισαν τις προκλήσεις καλπάζοντας κοντά στις Βυζαντινές θέσεις προκαλώντας τους αντιπάλους σε μάχη. Ο Κεκαυμένος βλέποντας τους Πετσενέγους διασκορπισμένους και ανοργάνωτους, το θεώρησε πολύ καλή ευκαιρία και πρότεινε στον Νικηφόρο να επιτεθούν αμέσως. Ο Νικηφόρος «εμπαίζων την γνώμην του εμπείρου ανδρός» του ζήτησε να μην κάνει τον στρατηγό και απέρριψε την ιδέα με το σκεπτικό ότι οι Πετσενέγοι θα κατέφευγαν στα δάση και δεν θα μπορούσαν να τους ξετρυπώσουν μη έχοντας κυνηγετικά σκυλιά! (Η απάντηση του Νικηφόρου επί λέξει κατά τον Σκυλίτζη: «παῦσαι ὦ στρατηλάτα, και ἐμοῦ στρατηγοῦντος αὐτὸς μὴ παραστρατήγει. Οὐ χρὴ γαρ διεσπαρμένοις ἐπιβήσεσθαι τοῖς Πατζινάκαις, μή πως πτυρέντες ὑποδύσωνται τὰς λόχμας. Εμοὶ δὲ ἀκολουθοῦντι, ὦ τᾶν, οὐ παρέπονται κύνες θηρατικοί, οἵτινες ῥινηλατοῦντες ἐξάξουσιν αὐτοὺς τῶν καταφυγῶν».) Ανεβλήθη λοιπόν η επίθεση για την επαύριον οπότε έγινε μάχη εκ παρατάξεως. Ο Νικηφόρος ήταν επικεφαλής στο κέντρο της Βυζαντινής παράταξης. Ο Κεκαυμένος ήταν στη δεξιά πτέρυγα και ο Ερβέβιος Φραγκόπουλος στην αριστερή. Λίγο μετά την έναρξη της μάχης, υπό την πίεση των Πετσενέγων, ο Νικηφόρος τράπηκε πρώτος απ’ όλους σε φυγή. Βλέποντάς τη φυγή του αρχηγού, ο υπόλοιπος στρατός άρχισε κι αυτός να υποχωρεί άτακτα. Ο Κεκαυμένος παρέμεινε στη θέση του και αντιστάθηκε περιστοιχισμένος από μια ομάδα πιστών αντρών, αλλά τραυματίστηκε σοβαρά. Οι νικητές λεηλάτησαν το βυζαντινό στρατόπεδο αποκομίζοντας μεγάλη λεία. Ο ηττημένος Βυζαντινός στρατός επέστρεψε στην Αδριανούπολη. |
Αξιοσημείωτα: |
Κατά τη μάχη ο Κεκαυμένος πληγώθηκε σοβαρά στο κεφάλι. Ένας Πετσενέγος που συμμετείχε στη λαφυραγώγηση του πεδίου της μάχης τον βρήκε αιμόφυρτο και τον αναγνώρισε. Κρυφά από τους άλλους τον πήρε στη σκηνή του και τον περιέθαλψε. Ο Κεκαυμένος έγινε καλά και στη συνέχεια υπό άγνωστες συνθήκες (ίσως με καταβολή λύτρων) επέστρεψε στο Βυζάντιο και συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Βυζαντινό στρατό. |
Επακόλουθα: |
Οι συγκρούσεις με τους Πετσενέγους συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια. Οι Πετσενέγοι κυριάρχησαν στη βόρεια Θράκη και στη Βουλγαρία. Οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν και γνώρισαν και άλλες ήττες. Αυτό κράτησε μέχρι το 1053 που υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης. |
Παρατηρήσεις: |
|
|