Μάχη Φαβεντίας |
χρόνος: 542 |
Νίκη των Οστρογότθων επί των Βυζαντινών | ★ ★ ★ ★ ★ |
εχθρός: Οστρογότθοι
|
τοποθεσία: Κοντά στην πόλη Φαβέντια (σημερινή Faenza στην περιφέρεια Εμίλια-Ρομάνια, ΝΑ της Μπολόνια).
|
ακρίβεια θέσης:
●●●●●
|
τύπος μάχης: Μάχη εκ Παρατάξεως |
πόλεμος: Γοτθικός Πόλεμος στην Ιταλία |
σύγχρονη χώρα:
Ιταλια |
▼ Οι Βυζαντινοί(αυτοκρ. Ιουστινιανός Α’) | ▼ Οι Εχθροί | |
Επικεφαλής: | Κωνσταντινιανός, Αλέξανδρος | Βασιλιάς Τωτίλα |
Δυνάμεις: | 12.000 | 5.000 |
Απώλειες: |
Ιστορικό πλαίσιο: |
Τον Μάιο του 540, με την κατάληψη της Ραβένας από τον Βελισάριο, το Οστρογοτθικό βασίλειο της Ιταλίας τυπικά καταλύθηκε και όλοι πίστεψαν ότι ο Γοτθικός πόλεμος είχε τελειώσει. Όμως δεν είχε τελειώσει. Ναι μεν οι Βυζαντινοί είχαν επικρατήσει στο μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας, αλλά είχαν μείνει αρκετές περιοχές στον Βορρά που δεν είχαν υποκύψει. Οι σημαντικές πόλεις Τήκινον (Ticinum, η σημερινή Παβία) και Βερόνα παρέμεναν υπό τον έλεγχο των Οστρογότθων και σύντομα ο έλεγχος αυτός επεκτάθηκε σε όλη τη Βόρεια Ιταλία βορείως του ποταμού Πάδου. O βασιλιάς τους Ουίτιγις ήταν αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη, αλλά οι Γότθοι δεν είχαν πρόβλημα να εκλέξουν άλλον στη θέση του, τον Ιλδίβαδο και μετά κάποιον Έρουλο, τον Εράριχο. Ο Εράριχος ξεκίνησε συνεννοήσεις με την Κωνσταντινούπολη για την πλήρη υπαγωγή του βασιλείου του στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι συνομιλίες αυτές δεν ολοκληρώθηκαν επειδή το 542 ο Εράριχος δολοφονήθηκε και στον θρόνο του βασιλείου των Οστρογότθων ανέβηκε ο Τωτίλα. Ο Βελισάριος είχε αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη μετά τη Ραβένα αλλά δεν αντικαταστάθηκε. Στην Ιταλία δεν υπήρχε τώρα κάποιος που να έχει την αρχηγία του στρατού. Από τους διαφόρους στρατηγούς που μέχρι τότε ήταν υπό τον Βελισάριο, ο καθένας ανέλαβε μια σημαντική πόλη χωρίς να υπάρχει κεντρική διοίκηση στην Ιταλία. Ο Κωνσταντινιανός ήταν στη Ραβένα (που ήταν η σπουδαιότερη πόλη), ο Ιουστίνος (ανιψιός του αυτοκράτορα) ήταν στη Φλωρεντία, ο Ιωάννης (που είχε εκπορθήσει το Ρίμινι) στη Ρώμη, ο Κόνων στη Νάπολη, κ.λπ. Τη Βενετία είχε ο Βιτάλιος που στην τελευταία φάση του πολέμου είχε έρθει από τη Δαλματία για να βοηθήσει στην πολιορκία της Ραβένας. Αλλά η Βενετία ήταν η πρώτη που ανακαταλήφθηκε από τους Οστρογότθους. Ο Ιουστινιανός είχε στείλει έναν δικό του άνθρωπο στη Ραβένα, τον λογοθέτη Αλέξανδρο, που είχε το παρατσούκλι «Ψαλίδιον», ο οποίος είχε αναλάβει τα οικονομικά και είχε δυσαρεστήσει τους πάντες – και τους στρατιωτικούς και τον ντόπιο πληθυσμό – ενώ ο ίδιος πολύ γρήγορα έγινε πλούσιος. Η δολοφονία του Εράριχου εκνεύρισε τον Ιουστινιανό και απέδωσε ευθύνες στους άρχοντες του στρατού στην Ιταλία που τους είχε ξεφύγει ο έλεγχος και η ευκαιρία για πλήρη επικράτηση στην Ιταλική χερσόνησο. Οι στρατηγοί συγκεντρώθηκαν στη Ραβένα προκειμένου να λάβουν αποφάσεις για τις επόμενες κινήσεις τους. Η απόφαση ήταν να επιτεθούν άμεσα στη Βερόνα που ήταν η νέα άτυπη πρωτεύουσα των Οστρογότθων. Έτσι συγκεντρώθηκε ένας στρατός 12.000 αντρών με επικεφαλής τους Κωνσταντινιανό και Αλέξανδρο και βάδισε εναντίον της Βερόνας. Στην επιχείρηση συμμετείχαν και οι υπόλοιποι έντεκα στρατηγοί. Το βυζαντινό στράτευμα έφτασε πολύ γρήγορα στη Βερόνα. Ένας από τους φρουρούς δωροδοκήθηκε και τους άνοιξε τη νύχτα τις πύλες. Οι στρατηγοί φοβήθηκαν να μπουν στην πόλη, ίσως γιατί φοβόντουσαν ότι ήταν παγίδα. Αντ’ αυτού επέλεξαν να προηγηθεί πρώτα μια ομάδα αναγνώρισης. Την αποστολή αυτή ανέλαβε ένα Αρμένιος αξιωματικός, ο Αρταβάζης ο οποίος διάλεξε 100 άντρες και μπήκε στην πόλη. Το απόσπασμα αυτό εξουδετέρωσε τους σκοπούς και κατέλαβε τα τείχη. Οι Γότθοι της Βερόνας, όταν κατάλαβαν ότι είχαν μπει στην πόλη οι εχθροί, έσπευσαν την εγκαταλείψουν μέσα στη νύχτα. Όμως δεν απομακρύνθηκαν πολύ, περιμένοντας λίγο πιο έξω να δουν πώς θα πάνε τα πράγματα. Το επόμενο πρωί, το κύριο σώμα του Βυζαντινού στρατού, που είχε στρατοπεδεύσει 5-6 χιλόμετρα μακριά από τη Βερόνα, δεν έδειξε μεγάλη βιασύνη να έρθει στην πόλη για να σιγουρέψει την κατάληψή της. Ο λόγος για αυτήν την ολιγωρία ήταν οι διαφωνίες που προέκυψαν μεταξύ των στρατηγών για τον τρόπο που θα μοιραζόταν η λεία από την πόλη. Κάποιοι από τους Οστρογότθους που είχαν μείνει στους πύργους και είχαν γενική εικόνα της κατάστασης, διαπίστωσαν με το φως της ημέρας, ότι οι Βυζαντινοί που ήταν μέσα στην πόλη ήταν πολύ λίγοι, οπότε ειδοποίησαν τους συμπατριώτες τους που επέστρεψαν και ξαναμπήκαν μέσα. Όταν ο υπόλοιπος Βυζαντινός στρατός εδέησε να κινηθεί προς τη Βερόνα, βρήκε τις πύλες κλειστές και τους Γότθους στις επάλξεις. Οι άντρες του Αρταβάζη που είχαν αποκλειστεί στην πόλη άρχισαν να πηδάνε από τα ψηλά τείχη για να γλυτώσουν και πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν σ’ αυτήν την προσπάθεια. |
Η Μάχη: |
Ουάλαρις Οι αρχηγοί των Βυζαντινών και πάλι αδράνησαν και δεν έκαναν καμία κίνηση για να εμποδίσουν τους Γότθους να περάσουν το ποτάμι και έτσι ο στρατός του Τωτίλα, πέρασε τον Πάδο ανενόχλητος και κατευθύνθηκε προς τη Φαβέντια. Ο ηγέτης των Οστρογότθων διέγνωσε πολύ σωστά ότι το κενό εξουσίας στο Βυζαντινό στρατό και οι προσωπικές αντιπαλότητες μεταξύ των Βυζαντινών στρατηγών τού έδιναν μοναδική ευκαιρία. Μια νίκη στη δεδομένη στιγμή θα εδραίωνε τον ίδιο στον θρόνο και θα παρακινούσε και τους υπόλοιπους Γότθους της Ιταλίας να τον ακολουθήσουν εναντίον των Βυζαντινών. Πλησιάζοντας στη Φαβέντια, ο Τωτίλα έστειλε 300 από τους άντρες του να κινηθούν κρυφά πίσω από τον Βυζαντινό στρατό για επιτεθούν στα νώτα του την κατάλληλη στιγμή. Όταν τα δύο στρατεύματα παρατάχθηκαν για μάχη, ένας θηριώδης Γότθος ονόματι Ουάλαρις («μέγας τε τὸ σῶμα καὶ τὸ εἶδος φοβερὸς ἄγαν») προχώρησε με το άλογό του μπροστά και άρχισε να προκαλεί τους Βυζαντινούς να μονομαχήσουν μαζί του («εἴ τίς οἱ βούλοιτο ἐς χεῖρας ἰέναι»). Ο μόνος που τόλμησε να τον αντιμετωπίσει ήταν ο Αρταβάζης. Μετά από μια σύντομη έφιππη μονομαχία, ο Αρταβάζης κινήθηκε πιο σβέλτα και χτύπησε με το δόρυ του τον Γότθο στη δεξιά πλευρά. Το δόρυ τον διαπέρασε και καρφώθηκε στη γη, ενώ ο Ουάλαρις έμεινε σε μια περίεργη θέση σχεδόν όρθιος, αλλά νεκρός. Ο Αρταβάζης έσκυψε για να ξεκαρφώσει το δόρυ του και τότε, καθώς το τράβηξε απότομα, έπεσε πάνω στη λόγχη του Γότθου που είχε μείνει σε κατακόρυφη θέση και που τον τραυμάτισε ελαφρά στον αυχένα. Εκείνη τη στιγμή ο Αρταβάζης σχεδόν δεν κατάλαβε ότι είχε πληγωθεί, όμως άρχισε να αιμορραγεί μέσα από την πανοπλία του. Με το τέλος της μονομαχίας, άρχισε η μάχη. Σε κάποια στιγμή εμφανίστηκε το απόσπασμα των Γότθων πίσω από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι αιφνιδιάστηκαν και νομίζοντας ότι περικυκλώθηκαν από μεγάλο στράτευμα, πανικοβλήθηκαν. Η μάχη τελείωσε εκεί. Οι Βυζαντινοί άρχισαν να υποχωρούν άτακτα υπό την πίεση των Οστρογότθων που τους προξένησαν πολλές απώλειες. Ο Τωτίλα δεν είχε τα μέσα να επιμείνει στην καταδίωξη των αντιπαλων, αλλά στο τέλος της ημέρας είχαν πέσει στα χέρια του πολλοί αιχμάλωτοι και όλα τα Ρωμαϊκά λάβαρα. Ο Βυζαντινός στρατός σκορπίστηκε και ο καθένας από τους στρατηγούς κατέφυγε στην πόλη του. Ο Αρταβάζης πέθανε από το τραύμα του τρεις μέρες μετά. |
Επακόλουθα: |
Ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Τωτίλα και η αρχή μιας σειράς από στρατιωτικές επιτυχίες που μέσα σε πολύ μικρό διάστημα οδήγησαν στη σχεδόν πλήρη ανακατάληψη της Ιταλίας από τους Οστρογότθους. Όμως ο Τωτίλα δεν επαναπαύθηκε και θέλοντας να εκμεταλλευθεί την ευνοϊκή συγκυρία κατευθύνθηκε προς τη Φλωρεντία και την πολιόρκησε. |
Παρατηρήσεις: |
|
|