Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως |
χρόνος: 12049-13 Απρ 1204 |
Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους | ★ ★ ★ ★ ★ |
εχθρός: Σταυροφόροι
|
τοποθεσία: Κωνσταντινούπολη
|
ακρίβεια θέσης:
●●●●●
|
τύπος μάχης: Άλωση |
πόλεμος: Τέταρτη Σταυροφορία |
σύγχρονη χώρα:
Τουρκία |
▼ Οι Βυζαντινοί(αυτοκρ. Αλέξιος Ε’ Δούκας) | ▼ Οι Εχθροί | |
Επικεφαλής: | Αυτοκράτορες Αλέξιος Γ’ Άγγελος, Αλέξιος Ε’ | Δόγης Ερρίκος Δάνδολος, Βονιφάτιος Μομφερρατικός |
Δυνάμεις: | 15.000 + 20 πλοία | 10.000 Σταυροφόροι, 10.000 Ενετοί, 210 πλοία |
Απώλειες: | Βαριές | Βαριές |
Ιστορικό πλαίσιο: |
Το 1195, ο Αυτοκράτορας Ισαάκιος Β’ Άγγελος, ενώ ήταν σε κυνήγι στη Θράκη, εκθρονίστηκε από τον αδερφό του. Ο νέος αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’ Άγγελος–Κομνηνός, αν και είχε ευεργετηθεί πολλαπλά από τον αδελφό του, τον τύφλωσε και τον φυλάκισε. Ο γιος τού Ισαακίου, ο Αλέξιος Άγγελος, φυλακίστηκε κι αυτός, αλλά αργότερα κατάφερε να δραπετεύσει στη Δύση, και συγκεκριμένα στη Γερμανία όπου τον φιλοξένησε ο επ’ αδελφή γαμπρός του Γερμανός αυτοκράτορας Φίλιππος της Σουαβίας. Ο Ισαάκιος ήταν γενικά αποτυχημένος αυτοκράτορας και έφερε μεγάλο μέρος της ευθύνης για την κακή κατάσταση στην οποία βρισκόταν η αυτοκρατορία, αλλά ο Αλέξιος αποδείχτηκε ακόμα χειρότερος εφαρμόζοντας αλλοπρόσαλλες πολιτικές, αποδυναμώνοντας την κεντρική εξουσία και οδηγώντας με τις παράλογες δαπάνες του την οικονομία σε κατάρρευση. Στη Δύση, ο Ιννοκέντιος Γ’ έγινε Πάπας το 1198 και έθεσε ως στόχο της θητείας του μια νέα σταυροφορία (την 4η). Το κάλεσμά του αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Ευρωπαίους μονάρχες, αλλά αρκετοί υποδεέστεροι Βαρώνοι ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό. Τον Νοέμβριο του 1199 ο κόμης Τιβάλδος της Καμπανίας (Thibaut de Champagne που το Χρονικόν του Μορέως αποκαλεί κόντον της Τσαμπάνιας) οργάνωσε τον πρώτο πυρήνα υποστηρικτών της Σταυροφορίας μεταξύ των οποίων ήταν ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος. Ο Βιλλεαρδουίνος ήταν αυτός που έγραψε αργότερα την ιστορία της Σταυροφορίας και ήταν ο θείος του συνονόματού του που έγινε λίγα χρόνια μετά Πρίγκιπας της Αχαΐας. Τον Φεβρουάριο του 1200 προσχώρησαν στο κίνημα και ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος με τον αδερφό του Ερρίκο. Ο Βαλδουίνος επέπρωτο να γίνει ο πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας. Ερρίκος Δάνδολος Η προθεσμία για την προετοιμασία ήταν ένας χρόνος. Η σταυροφορία θα ήταν έτοιμη για απόπλου τον Ιούνιο του 1202. Ο Τιβάλδος της Καμπανίας πέθανε ξαφνικά τον Μάιο του 1201. Νέος αρχηγός της Σταυροφορίας εξελέγη ο Ιταλός μαρκήσιος από το Πεδεμόντιο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός (Bonifacio del Monferrato) μια ισχυρή προσωπικότητα της εποχής, με συγγενικούς δεσμούς με τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης (και του Βυζαντίου), και με φήμη γενναίου πολεμιστή. Επιπλέον, ο αδερφός του Κορράδος είχε διατελέσει βασιλιάς της Ιερουσαλήμ. Όπως όμως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ο ιθύνων νους της Δ’ Σταυροφορίας και ο de facto ηγέτης της ήταν ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος, ο οποίος ήταν τότε 95 ετών και τυφλός! Τα Χριστούγεννα του 1201 ο Βονιφάτιος συναντήθηκε τυχαία (;) στη Σουαβία με τον Αλέξιο Άγγελο, γιο του έκπτωτου Ισαακίου Β’. Ο Αλέξιος έριξε την ιδέα να χρησιμοποιηθεί ο Σταυροφορικός στρατός για να ανατρέψει τον σφετεριστή θείο του στο Βυζάντιο. Ο Βονιφάτιος μετέφερε την πρόταση στον Πάπα που την απέρριψε κατηγορηματικά. Καθώς τελείωνε η λήξη της προθεσμίας για την προετοιμασία του στρατού και του στόλου, έγινε φανερό ότι οι αρχικές εκτιμήσεις ήταν υπερβολικά αισιόδοξες. Το στράτευμα που είχε συγκεντρωθεί στη Βενετία ήταν πολύ μικρότερο από το αναμενόμενο, μόνο 12.000 άνδρες, και τα λεφτά που είχαν μαζέψει ήταν μόνο 51.000 μάρκα. Αυτό ήταν ένα σοβαρό πρόβλημα που πήρε διαστάσεις οικονομικής κρίσης στη Βενετία. Οι Ενετοί είχαν τηρήσει το δικό τους μέρος της συμφωνίας, ετοιμάζοντας με μεγάλο κόστος 50 γαλέρες και 450 μεταφορικά πλοία και τώρα περίμεναν να πληρωθούν ολόκληρο το συμφωνημένο ποσό. Ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος, μπροστά στην προοπτική να ακυρωθεί η Σταυροφορία και να χάσουν οι Ενετοί την επένδυση που είχαν κάνει μέχρι τότε, πρότεινε στο Συμβούλιο της Βενετίας (Comùn) έναν τρόπο για να αποσβεσθεί μέρος τους χρέους: να καταλάβουν οι Σταυροφόροι για λογαριασμό της Βενετίας κάποια λιμάνια στις δαλματικές ακτές τα οποία ανήκαν παλιότερα στη Βενετία και είχαν καταληφθεί το 1183 από το βασίλειο της Ουγγαρίας, κάτι που είχε στοιχίσει πολύ στους Ενετούς. Η επιχείρηση εγκρίθηκε και ο στόλος των Σταυροφόρων απέπλευσε από τη Βενετία στις αρχές Οκτωβρίου 1202 ύστερα από μεγάλη τελετή στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Οι Σταυροφόροι κατέλαβαν εύκολα την Τεργέστη και μετά πολιόρκησαν την πόλη Ζάρα (σημ. Ζαντάρ στην Κροατία). Η Ζάρα κατελήφθη και λεηλατήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1202. Το γεγονός σηματοδότησε την πρώτη εκτροπή των σταυροφόρων με σκοπό το οικονομικό όφελος. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ συνειδητοποίησε ότι ο έλεγχος της σταυροφορίας τού είχε ξεφύγει και αφόρισε όλους όσοι είχαν λάβει μέρος στην επαίσχυντη κατάληψη της Ζάρα. Ο αφορισμός αυτός ακυρώθηκε σχεδόν αμέσως, άλλα ώθησε αρκετούς από τους Σταυροφόρους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Σημειωτέον ότι αρκετοί απείχαν συνειδητά από αυτήν την επιχείρηση, μεταξύ των οποίων και ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός. Αλέξιος Δ΄ Άγγελος Είναι αλήθεια ότι η πρόταση δεν έγινε εύκολα αποδεκτή. Υπήρξαν πολλές διαφωνίες από αρκετούς σταυροφόρους που ήθελαν να πάνε άμεσα στην Αίγυπτο, ενώ στο τέλος κάποιοι αποχώρησαν αρνούμενοι να πάρουν μέρος στη φάρσα. Τελικά οι περισσότεροι συμφώνησαν για Κωνσταντινούπολη κυρίως χάρη στην επιρροή του δόγη Ερρίκου Δάνδολου ο οποίος αφενός ήθελε να εξοφληθεί και αφετέρου του άρεσε πολύ η ιδέα μιας εισβολής στο Βυζάντιο (ειδικά τον Δάνδολο δεν πρέπει να τον απασχόλησαν ποτέ οι Άγιοι Τόποι). Ο Αλέξιος Δ’ υπέγραψε συμφωνία στην Κέρκυρα, σύμφωνα με την οποία όταν θα γινόταν αυτοκράτορας, θα ανελάμβανε τη συντήρηση των Σταυροφορικών στρατευμάτων για ένα χρόνο, θα πλήρωνε στους Ενετούς 100.000 αργυρά μάρκα και άλλες 100.000 στους Σταυροφόρους, θα ενίσχυε τους σταυροφόρους με 10.000 Βυζαντινούς ιππείς επί ένα χρόνο στους Αγίους Τόπους και 500 από αυτούς εφ’ όρου ζωής. Τέλος θα έκανε ό,τι χρειαζόταν για την υποταγή της Ορθόδοξης εκκλησίας στον Πάπα και την ακύρωση του σχίσματος ανάμεσα στην Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Πέρα από τα σοβαρά οικονομικά ανταλλάγματα, στην τελική απόφαση πρέπει να έπαιξε ρόλο και το μίσος που έτρεφαν οι Δυτικοί για τους Βυζαντινούς με αφορμή τη Σφαγή των Λατίνων του 1182 στην Κωνσταντινούπολη. Και ειδικά οι Ενετοί έφεραν βαρέως την καταστροφή του στόλου τους το 1171/72 όταν προσπάθησαν να αντιδράσουν στις κατασχέσεις των περιουσιών των Ενετών από τον Μανουήλ Κομνηνό. Έτσι το Πάσχα του 1203 αποφασίστηκε στην Κέρκυρα η εκτροπή της Δ’ Σταυροφορίας προς την Κωνσταντινούπολη. Υποτίθεται ότι η εκτροπή έγινε για να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη (και ο Αλέξιος στον θρόνο) και μετά θα συνέχιζαν για τους Αγίους Τόπους. |
Η Μάχη: |
Η Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους «Δεν μπορούσαν να φαντασθούν ότι υπήρχε στον κόσμο τόσο καλά οχυρωμένη πόλη. Είδαν τα υψηλά τείχη, τους ισχυρούς πύργους, τα θαυμαστά παλάτια, τις μεγάλες εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές ώστε κανείς δεν θα το πίστευε αν δεν τις έβλεπε με τα μάτια του. Το μήκος της, το πλάτος της, έδειχναν πως ήταν η βασιλεύουσα των πόλεων.» Ο στρατός των σταυροφόρων πρέπει να ήταν γύρω στις 20.000 από τους οποίους οι μισοί ήταν Ενετοί. Είχαν έρθει με 210 πλοία. • Πολιορκία από τους ΣταυροφόρουςΗ πρώτη ενέργεια των Σταυροφόρων ήταν να σπάσουν την αλυσίδα που προστάτευε τον Κεράτιο κόλπο και να καταλάβουν τη συνοικία του Γαλατά (που είναι εκτός των τειχών) παίρνοντας έτσι τον έλεγχο του Κερατίου Κόλπου. Κατόπιν, 10 πλοία τους έπλευσαν κατά μήκος των τειχών της ακτής του Κερατίου, επιδεικνύοντας τον Αλέξιο Δ’ Άγγελο, ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν ο νόμιμος αυτοκράτορας. Οι Βυζαντινοί έμειναν απαθείς.Στη συνέχεια οι Σταυροφόροι ξεκίνησαν την πολιορκία της πόλης. Είχαν στρατοπεδεύσει έξω από τη βορειοδυτική πλευρά του τείχους, απέναντι από τις Βλαχερνές. Στις 11 Ιουλίου εξαπέλυσαν μεγάλη επίθεση στο σημείο αυτό. Οι πρώτες τους προσπάθειες αποκρούσθηκαν, αλλά στις 17 Ιουλίου οι Ενετοί κατέλαβαν ένα τμήμα του τείχους με 25 πύργους, ενώ η Βαράγγια Φρουρά κατάφερε να εμποδίσει την κατάληψη των υπόλοιπων τειχών. Οι Βάραγγοι ετοιμάστηκαν για αντεπίθεση και τότε οι Ενετοί αποχώρησαν αφού πρώτα έβαλαν φωτιά για να δημιουργηθεί προπέτασμα καπνού για την κάλυψη της υποχώρησης τους. Η φωτιά εκείνη κατέστρεψε 120 στρέμματα της πόλης και άφησε περί τους 20.000 κατοίκους αστέγους. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’ μετά από αυτά τα γεγονότα και την κατακραυγή εναντίον του, λιποψύχησε και τη νύχτα της 17ης προς 18η Ιουλίου έφυγε κρυφά από την Πόλη αδιαφορώντας για την τύχη του λαού του. Πήρε μαζί του τους αυτοκρατορικούς θησαυρούς (αλλά όχι τη γυναίκα του) και κατέφυγε στη Μοσυνόπολη της Θράκης (κοντά στην Κομοτηνή). Οι Βυζαντινοί τον ξεπέρασαν γρήγορα και έβγαλαν από τη φυλακή τον προηγούμενο αυτοκράτορα, τον έκπτωτο και τυφλό Ισαάκιο Β’ Άγγελο, και τον επανέφεραν στον θρόνο αφαιρώντας από τους Σταυροφόρους το πρόσχημα για περαιτέρω επεμβάσεις. Οι Σταυροφόροι βρέθηκαν προς στιγμήν μετέωροι, επειδή είχαν μεν πετύχει τον υποτιθέμενο πρωταρχικό στόχο τους, την απομάκρυνση, δηλαδή, του σφετεριστή από τον θρόνο, χωρίς όμως να έχουν λάβει τις ανταμοιβές που τους είχε υποσχεθεί ο Αλέξιος ο νεότερος (σε άγνοια των Βυζαντινών). Οι Σταυροφόροι επέμεναν ότι θα αναγνώριζαν την εξουσία του Ισαάκ Β’, μόνο εάν ο γιος του ανακηρύσσονταν συν-αυτοκράτορας και έτσι στις 1 Αυγούστου 1203 ο Αλέξιος Δ’ Άγγελος στέφθηκε συναυτοκράτωρ. Μετά από αυτό, η πολιορκία τυπικά τερματίστηκε και οι πύλες κατά τους επόμενους μήνες ήταν ανοιχτές για τους Σταυροφόρους. Στους Βυζαντινούς υπήρχε η γενική αίσθηση ότι η παρουσία τους ήταν προσωρινή. • Ο Αλέξιος Δ΄ Άγγελος στον θρόνοΤώρα ο Αλέξιος Δ’ ήταν αυτοκράτορας, πλην όμως δεν μπορούσε να τηρήσει τις υποσχέσεις του. Πριν αναλάβει, δεν είχε ιδέα για τα χάλια της οικονομίας και επιπλέον ο Αλέξιος Γ’ είχε αδειάσει το θησαυροφυλάκιο. Για να μπορέσει να πληρώσει τους Σταυροφόρους επέβαλε νέους δυσβάστακτους φόρους και διέταξε να καταστραφούν εικόνες και ιερά σκεύη για να πάρει τον χρυσό και το ασήμι τους. Ο λαός το θεώρησε ανήκουστη ιεροσυλία. Αλλά αυτό που ήταν πραγματικά εξωφρενικό για τους Έλληνες ήταν ότι αναγνώρισε το πρωτείο του Πάπα, καθώς στις 25 Αυγούστου 1203, ο Αλέξιος Δ’ είχε στείλει στον Πάπα της Ρώμης ομολογία πίστεως και ανάγκασε τον πατριάρχη Ιωάννη Ι’ Καματηρό να ανακηρύξει μέσα στην Αγία Σοφία τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ πρώτο επί της γης εκπρόσωπο του Χριστού.Κάποια στιγμή τον Αύγουστο σημειώθηκαν ταραχές μεταξύ των Ελλήνων και των Λατίνων της Πόλης (που ο πληθυσμός τους ήταν τότε γύρω στις 15.000). Οι Λατίνοι έβαλαν φωτιά σε σπίτια που γρήγορα εξαπλώθηκε. Έτσι ξέσπασε η μεγαλύτερη πυρκαγιά στη μέχρι τότε ιστορία της Κωνσταντινούπολης που μαινόταν ανεξέλεγκτα για 8 μέρες. Μεγάλο μέρος της Πόλης και πολλά μνημεία καταστράφηκαν. Το 1/3 του πληθυσμού έμεινε άστεγο. Ο Χωνιάτης κατηγορεί τους Σταυροφόρους ότι έβαλαν τη φωτιά για να τρομοκρατήσουν τους Κωνσταντινουπολίτες. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα πώς ακριβώς ξεκίνησε το κακό, αλλά το σίγουρο είναι ότι το γεγονός έκανε ακόμα πιο μισητούς τους Σταυροφόρους. Ο Αλέξιος Δ’ κατόρθωσε με πολλές θυσίες να μαζέψει 100.000 ασημένια μάρκα, τα μισά από τα λεφτά που χρωστούσε στους Σταυροφόρους. Έκανε και μια προσπάθεια να πάρει τα λεφτά που είχε κλέψει ο θείος του, ο τέως αυτοκράτορας, και επιτέθηκε σε Θρακικές πόλεις που είχαν μείνει πιστές στον Αλέξιο Γ’, από τη λεηλασία των οποίων εξοικονόμησε κάποια ακόμα χρήματα. Αλλά τα λεφτά δεν έβγαιναν και ο Αλέξιος ζήτησε παράταση της αποπληρωμής μέχρι τον Μάρτιο. Οι Σταυροφόροι δέχτηκαν με μεγάλη δυσφορία, αλλά τον Νοέμβριο λεηλάτησαν τα προάστια της Κωνσταντινούπολης και τις ακτές της Προποντίδας για να βρουν εφόδια. Ο Αλέξιος ήταν πια εντελώς αντιδημοφιλής. Ακόμα και ο ίδιος ο πατέρας του και συναυτοκράτορας Ισαάκιος Β’, ο οποίος πλέον δεν στεκόταν πολύ καλά στα μυαλά του, στράφηκε εναντίον του. Τον Δεκέμβριο άρχισαν να ξεσπούν ταραχές στην πόλη και να σημειώνονται φόνοι Λατίνων από τον αγανακτισμένο λαό. Προς το τέλος Δεκεμβρίου 1203 και ο ίδιος ο Αλέξιος άρχισε να αγανακτεί με τους Σταυροφόρους και αρνήθηκε να ενδώσει σε νέες επίμονες απαιτήσεις τους διακόπτοντας τις σχέσεις του μαζί τους. Τότε είναι που ο Ερρίκος Δάνδολος του μήνυσε: «Αίσχιστον παιδάριον, ημείς από κοπρίας σε ανεστήσαμεν, και ημείς πάλιν θέλομεν σε ρίψει εις την κοπρίαν.» Στις 1 με 2 Ιανουαρίου ο Αλέξιος, ενέκρινε μια απόπειρα εναντίον των Ενετών: Οι Βυζαντινοί έστειλαν 17 πλοιάρια με εύφλεκτα υλικά προς το μέρος που ήταν αγκυροβολημένος ο Ενετικός στόλος με σκοπό να τον πυρπολήσουν, αλλά η προσπάθεια απέτυχε παταγωδώς. Εκθρόνιση του Αλεξίου Δ΄Σε αυτό το εφιαλτικό κλίμα, με τις συνεχείς ταραχές και καταστροφές, τη διαρκή αφαίμαξη του πληθυσμού για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των Σταυροφόρων, την υπαγωγή της Ανατολικής Εκκλησίας στον Πάπα, ο λαός δεν άντεξε και εξεγέρθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1204. Μετά από ένα χαώδες τριήμερο αναρχίας ένας όχλος ανακήρυξε στις 28 Ιανουαρίου αυτοκράτορα στην Αγια-Σοφιά τον Νικόλαο Καναβό, ο οποίος όμως δεν αναγνωρίστηκε επίσημα από τον Πατριάρχη και τη Σύγκλητο.Οι δύο συναυτοκράτορες Αλέξιος Δ’ και Ισαάκιος Β’ είχαν οχυρωθεί στον Παλάτιο των Βλαχερνών. Εκεί ανέθεσαν στον έμπιστό τους πρωτοβεστιάριο Αλέξιο Δούκα τον επονομαζόμενο «Μούρτζουφλο» να επικοινωνήσει με τους Σταυροφόρους και να ζητήσει τη βοήθειά τους για να επέμβουν και να τους σώσουν. Ο Μούρτζουφλος που το προηγούμενο διάστημα είχε αναδειχθεί σε ηγετική μορφή της αντιλατινικής τάσης, δεν μπήκε στον κόπο να επικοινωνήσει με τους Σταυροφόρους. Αντίθετα, δωροδόκησε τους Βαράγγους σωματοφύλακες στο παλάτιον και με τη βοήθειά τους τη νύχτα της 28ης προς 29ης Ιανουαρίου συνέλαβε τους δύο αυτοκράτορες και τους φυλάκισε. Αλέξιος Ε’ Μούρτζουφλος Ο θάνατος του Αλεξίου Δ’ ήταν μια σοβαρή εξέλιξη που σήμαινε πόλεμο με τους Σταυροφόρους. Ο Αλέξιος Ε΄ ηγήθηκε ο ίδιος σε επιθέσεις εναντίον των Σταυροφόρων σε διάφορα σημεία εκτός των τειχών για να εμποδίσει τον ανεφοδιασμό τους. Σε μια τέτοια επίθεση στις αρχές Φεβρουαρίου, το αυτοκρατορικό στράτευμα ηττήθηκε από ένα απόσπασμα υπό τον Ερρίκο της Φλάνδρας και στα χέρια των Φράγκων έπεσαν τα φλάμπουρα των Βυζαντινών και η εικόνα της Παναγίας της Νικοποιού. Η απώλεια της συγκεκριμένης εικόνας που συμβόλιζε την προστασία της Θεοτόκου, θεωρήθηκε πολύ κακός οιωνός από τους Βυζαντινούς. Ο Αλέξιος Ε΄ στις 8 Φεβρουαρίου συνάντησε τον δόγη Ερρίκο Δάνδολο για να διαπραγματευθεί μια ομαλή αποχώρηση των Σταυροφόρων, αλλά οι απαιτήσεις του υπέργηρου δόγη ήταν υπερβολικές και ο Αλέξιος αναγκάστηκε να τις απορρίψει. Φαίνεται πάντως πως ανεξάρτητα από την έκβαση αυτών των τελευταίων διαπραγματεύσεων, οι Σταυροφόροι ήταν πλέον αποφασισμένοι να επιτεθούν και να καταλάβουν την Πόλη. Οι Σταυροφόροι θεωρούσαν βέβαιη την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Τον Μάρτιο του 1204 έγινε συνεδρίαση μεταξύ Ενετών και Σταυροφόρων και συμφωνήθηκε λεπτομερώς ο τρόπος με τον οποίο θα μοιράζονταν τη Βυζαντινή επικράτεια την επόμενη μέρα. Τότε ήταν που αποκρυσταλλώθηκε η άποψη ότι δεν υπήρχε λόγος ο νέος αυτοκράτορας να είναι Έλληνας, αλλά θα έπρεπε επιλεγεί ένας Λατίνος αυτοκράτορας. • Η Άλωση της ΠόληςΣτις 9 Απριλίου οι Σταυροφόροι εξαπέλυσαν μεγάλη επίθεση από τη θάλασσα, από την πλευρά του Κερατίου. Προς μεγάλη τους έκπληξη, ο Αλέξιος Ε’ είχε προετοιμάσει καλά την άμυνα και με σύμμαχο τον κακό καιρό η επίθεση αποκρούστηκε. Ο αέρας φυσούσε δυνατά από την ξηρά και τα καράβια δεν μπορούσαν να πλησιάσουν κοντά, ώστε να κάνουν ρεσάλτα πάνω στα τείχη όπως είχαν σχεδιάσει. Γύρω στο μεσημέρι, ύστερα από πολύωρη άγρια μάχη σε όλο το μήκος των τειχών, οι Σταυροφόροι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν με βαριές απώλειες. Η ήττα τούς αποθάρρυνε και άρχισαν να σκέφτονται να λύσουν την πολιορκία. Όμως οι ηγέτες τους και οι καθολικοί κληρικοί παρενέβησαν και προσπάθησαν να τους φανατίσουν με λόγια όπως «οι Έλληνες είναι χειρότεροι από τους Εβραίους» και κραυγάζοντας ότι είναι θέλημα θεού να εξολοθρεύσουν τους «σχισματικούς».Ας σημειωθεί ότι ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’, είχε διαμηνύσει στους Σταυροφόρους να μην επιτεθούν και να μην σκοτώσουν ούτε ένα χριστιανό, αλλά, όπως συνέβη και στη Ζάρα, η επιστολή του δεν κοινοποιήθηκε στους Σταυροφόρους. Στις 12 Απριλίου η επίθεση των Λατίνων επαναλήφθηκε στο ίδιο σημείο, στα επιθαλάσσια τείχη του Κερατίου Κόλπου. Οι Βυζαντινοί αντιστάθηκαν και πάλι γενναία και προς στιγμήν πίστεψαν ότι η νίκη ήταν με το μέρος τους. Όμως κατά το μεσημέρι σηκώθηκε δυνατός βόρειος άνεμος και έσπρωξε τις εχθρικές γαλέρες προς τα τείχη. Δύο από αυτές, η «Προσκυνήτρια» και ο «Παράδεισος», ενωμένες με αλυσίδες (για να χωράνε πολλούς πολεμιστές) και με υπερκατασκευές πάνω από το κατάστρωμα (για να έχουν ύψος σαν πολιορκητικές μηχανές) προσέγγισαν έναν πύργο και έριξαν τις σκάλες τους. Από τις σκάλες πήδηξε πρώτος πάνω στον πύργο ένας Ενετός που ήθελε να κερδίσει το έπαθλο των χιλίων χρυσών νομισμάτων που είχε τάξει ο Δάνδολος σε όποιον πατούσε πρώτος στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Τον τολμηρό Ενετό πετσόκοψαν οι Βαράγγοι που υπεράσπιζαν τον πύργο. Αμέσως μετά ακολούθησαν δύο Φράγκοι, ο Ανδρέας Ντυραμπουάζ και ο Ιωάννης Σουαζ. Ο πρώτος κέρδισε το έπαθλο σκοτώνοντας τον τελευταίο Βάραγγο που στεκόταν ακόμα όρθιος εκεί. Ο πύργος κυριεύθηκε. Από την εναέρια γέφυρα που ένωνε τον πύργο με τις δύο γαλέρες όρμησαν κι άλλοι Λατίνοι και σύντομα κατέλαβαν τέσσερις ακόμα πύργους. Υπό την προστασία των καταληφθέντων πύργων, οι Φράγκοι άρχισαν να μπαίνουν έφιπποι στην Πόλη. Οι Βυζαντινοί υπερασπιστές των τειχών του Κερατίου τράπηκαν σε φυγή και ο Αλέξιος Ε’ οχυρώθηκε στο παραθαλάσσιο παλάτι του Βουκολέοντος στην άλλη πλευρά της Πόλης. Οι Σταυροφόροι ήταν πια μέσα στην Πόλη αλλά παράμειναν συντεταγμένοι σε παράταξη φοβούμενοι αντεπίθεση. Ο Αλέξιος Ε’ προσπάθησε να πείσει τους Βυζαντινούς να πολεμήσουν, αλλά ούτε οι παρακλήσεις ούτε οι απειλές του έπιασαν τόπο. Τότε ο Αλέξιος Ε’ εγκατέλειψε την πόλη παίρνοντας μαζί του την πρώην αυτοκράτειρα Ευφροσύνη, σύζυγο του Αγγέλου Γ’, και την κόρη της Ευδοκία που την είχε παντρευτεί πρόσφατα (για να αποκτήσει νόμιμα δικαιώματα στον θρόνο)(1). Το ίδιο βράδυ εγκατέλειψαν την Πόλη από τις χερσαίες πύλες της δυτικής πλευράς και πολλοί άλλοι επιφανείς Βυζαντινοί. Εκείνο το βράδυ ξέσπασε νέα πυρκαγιά που ξεκίνησε από τους Λατίνους εισβολείς που άναψαν φωτιές για να προστατέψουν τις θέσεις τους μέσα στη νύχτα. Η φωτιά σύντομα ξέφυγε και έκαιγε επί μια μέρα κατακαίοντας, για άλλη μια φορά μεγάλο μέρος της πόλης. Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος έγραψε ότι κάηκαν τόσα σπίτια όσα σε τρεις πόλεις της Γαλλίας, αλλά είναι πιθανόν να είχε χάσει το λογαριασμό με τις φωτιές και να αναφερόταν σε μια από τις προηγούμενες μεγάλες πυρκαγιές. Οι Βυζαντινοί που έμειναν στην Πόλη ανακήρυξαν νέο αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο Λάσκαρι, ο οποίος είχε διακριθεί στις μάχες για την υπεράσπιση της Πόλης. Ήταν όμως πολύ αργά. Ο Κωνσταντίνος, τα αδέρφια του και η οικογένειά του ενώθηκαν με τους πρόσφυγες που ήταν συγκεντρωμένοι στο λιμάνι του παλατιού και επιβιβάστηκαν σε πλοίο που τους μετέφερε στην απέναντι όχθη του Βοσπόρου. Η οικογένεια των Λασκαρέων κατέφυγε στη Νίκαια όπου σύντομα οργάνωσαν ένα νέο Βυζαντινό κράτος. Το πρωί της 13ης Απριλίου 1204 τα υπολείμματα του στρατού, ο κλήρος και ο λαός παραδόθηκαν στους Σταυροφόρους. Οι ιερείς τους προϋπάντησαν με εικόνες και σταυρούς για να τους θυμίσουν ότι η πόλη είναι χριστιανική. Αλλά επακολούθησε μια από τις μεγαλύτερες λεηλασίες της παγκόσμιας ιστορίας. Η σφαγή δεν ήταν τόσο μεγάλη, αλλά οι Σταυροφόροι λεηλάτησαν και βανδάλισαν την Κωνσταντινούπολη με απίστευτη βαρβαρότητα για τρεις ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων εκλάπησαν ή καταστράφηκαν πολλά αρχαία και μεσαιωνικά ρωμαϊκά και ελληνικά έργα. Σπίτια, μοναστήρια και εκκλησίες λεηλατήθηκαν, όπως και οι τάφοι των Αυτοκρατόρων στον ναό των Αγίων Αποστόλων. Οι Ενετοί σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Σταυροφόρους ήταν πολύ πιο συγκρατημένοι. Ο Δάνδολος φαίνεται πως έλεγχε πολύ καλύτερα τους άντρες του. Αντί να καταστρέφουν αδιάκριτα τριγύρω τους όπως οι σύντροφοί τους, οι Ενετοί έκλεβαν συστηματικά θρησκευτικά κειμήλια και έργα τέχνης, τα οποία αργότερα μετέφεραν στη Βενετία για να κοσμήσουν τις δικές τους εκκλησίες (όπως τα περίφημα τέσσερα άλογα στον Άγιο Μάρκο). Όταν ο Πάπας έμαθε για αυτά που έγιναν εξέφρασε την ντροπή και τον αποτροπιασμό του. Το συνολικό ποσό που λεηλατήθηκε από την Κωνσταντινούπολη αποτιμάται σε περίπου 900.000 ασημένια μάρκα. Οι Ενετοί πήραν καταρχήν 150.000 και οι λοιποί Σταυροφόροι 50.000. Άλλα 100.000 ασημένια μάρκα μοιράστηκαν ισομερώς μεταξύ των Σταυροφόρων και των Ενετών. Τα υπόλοιπα 500.000 τα άρπαξαν και τα κράτησαν κρυφά οι διάφοροι ιππότες. Οι Λατίνοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης πήραν κι αυτοί ένα μέρος ως αποζημίωση για τη «Σφαγή των Λατίνων» του 1182. |
Αξιοσημείωτα: |
Η Δ’ Σταυροφορία, μόνο κατ’ όνομα υπήρξε σταυροφορία. Σχεδόν κανένας από τους συμμετέχοντες δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στους Αγίους Τόπους. Εκτόνωσαν όλη τους την παλικαριά στην καταστροφή του Βυζαντίου και του ελληνικού πολιτισμού. Ο μεγάλος βυζαντινολόγος Steven Runciman έγραψε το 1954 ότι «δεν υπήρξε μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας από την τέταρτη σταυροφορία». |
Επακόλουθα: |
Ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας αναγορεύτηκε (πρώτος) Λατίνος αυτοκράτορας. Ο Βονιφάτιος έγινε κύριος τους Ελλαδικού χώρου(2) με τον τίτλο του βασιλιά της Θεσσαλονίκης. Ο Ερρίκος Δάνδολος πέθανε στην Πόλη το 1205 και ήταν ο μοναδικός που θάφτηκε στην Αγια-Σοφιά. Το Βυζάντιο διαμελίστηκε σε φράγκικες ηγεμονίες και ελληνικά Δεσποτάτα. Η Πόλη απελευθερώθηκε μετά από 57 χρόνια αλλά το Βυζάντιο δεν ξανάγινε ποτέ αυτό που ήταν. |
Απόδοση κειμένου στα Ελληνικά σε συνεργασία με Δημοσθένη Λαμπρινάκη |
Παρατηρήσεις: |
|
|