Μάχη της γέφυρας του Ζόμπου |
χρόνος: 107411 Μαΐου 1074 |
Σοβαρή ήττα των Βυζαντινών από Νορμανδούς μισθοφόρους που είχαν στασιάσει | ★ ★ ★ ★ ★ |
εχθρός: Νορμανδοί
|
τοποθεσία: Στον ποταμό Σαγγάριο νοτιοδυτικά από την Άγκυρα, στην περιοχή του Αμορίου
|
ακρίβεια θέσης:
●●●●●
|
τύπος μάχης: Μάχη εκ Παρατάξεως |
πόλεμος: Στάσεις και Εξεγέρσεις |
σύγχρονη χώρα:
Τουρκία |
▼ Οι Βυζαντινοί(αυτοκρ. Μιχαήλ Ζ’ Δούκας) | ▼ Οι Εχθροί | |
Επικεφαλής: | Καίσαρ Ιωάννης Δούκας | Ουρσέλιος ντε Μπαγιέλ |
Δυνάμεις: | 12.000 | 3.000 ιππείς |
Απώλειες: |
Ιστορικό πλαίσιο: |
Τον 11ο αιώνα, μετά από αρκετούς αιώνες που η στρατιωτική ισχύς του Βυζαντίου στηριζόταν κατά κύριο λόγο στον θεματικό στρατό, άρχισε και πάλι η χρησιμοποίηση ξένων μισθοφόρων σε μεγάλη κλίμακα. Ανέκαθεν υπήρχαν ξένοι στρατιωτικοί που υπηρετούσαν στον Βυζαντινό στρατό, αλλά από τον 7ο αιώνα και μετά οι ξένοι είχαν σταματήσει να είναι οργανωμένοι σε αυτόνομα στρατιωτικά σώματα αλλοδαπών με εθνικό χαρακτήρα. Αυτό άλλαξε αισθητά επί Βουλγαροκτόνου, ο οποίος χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τους Βαράγγους. Το φαινόμενο στρατολόγησης ξένων μισθοφόρων κλιμακώθηκε τις επόμενες δεκαετίες και πήρε μεγάλες διαστάσεις μέχρι το 1050, σε μια περίοδο που ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος είχε να αντιμετωπίσει καινούργιους εξωτερικούς εχθρούς (Σελτζούκους, Πετσενέγους, Νορμανδούς) αλλά και μεγάλη αμφισβήτηση στο εσωτερικό που συνοδεύτηκε από σοβαρές ανταρσίες, όπως του Μανιάκη και του Τορνικίου. Ανάμεσα στους ξένους στην υπηρεσία του Βυζαντινού στρατού εξέχουσα θέση είχαν οι Φράγκοι μισθοφόροι. Οι συγκεκριμένοι «Φράγκοι» στην πλειοψηφία τους ήταν Γάλλοι από τη Νορμανδία που είχαν περάσει από τη Νότια Ιταλία. Για πρώτη φορά είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Βυζαντινών κατά την εκστρατεία του Γεωργίου Μανιάκη στη Σικελία περί το 1039. Στη συνέχεια βέβαια στράφηκαν κατά των Βυζαντινών εκεί, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία... Κάποιοι από αυτούς τους Φράγκους επέλεξαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην Ανατολή, και το 1047 πρωτοεμφανίζονται στην Κωνσταντινούπολη, όπου επιστρατεύτηκαν από τον Κωνσαντίνο Θ’ Μονομάχο στην αντιμετώπιση της εξέγερσης του Τορνικίου. Στη συνέχεια οι Φράγκοι στάλθηκαν στα ανατολικά σύνορα και τοποθετήθηκαν στις μεθοριακές επαρχίες της Μικράς Ασίας όπου είχαν αρχίσει να αναφύονται προβλήματα με διάφορους επιδρομείς, κυρίως Σελτζούκους Τούρκους. Η παρουσία των Φράγκων ήταν ιδιαίτερα έντονη στο θέμα Αρμενιάκων και στην πρωτεύουσα του θέματος, την Αμάσεια, όπου αρχικά παρέμεναν για λόγους παραχειμασίας (δηλαδή για να περάσουν τον χειμώνα εκεί). Καθώς περνούσαν τα χρόνια η παρουσία των Φράγκων έγινε μόνιμη, και φαίνεται πως τους παραχωρήθηκαν γαίες και κάστρα και απέκτησαν το στάτους τοπικών ηγεμόνων, κάτι που προφανώς έγινε με την ενθάρρυνση των Βυζαντινών που έβλεπαν θετικά την παρουσία των αξιόμαχων Φράγκων σε αυτή την παραμεθόρια και στρατηγικά σημαντική περιοχή. Οι Φραγγονορμανδοί ήταν εξαιρετικοί πολεμιστές και ήταν μια πολύτιμη προσθήκη για τον Βυζαντινό στρατό. Το μεγάλο τους ατού ήταν η ορμητική επέλαση των σιδερόφραχτου ιππικού τους, που δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπίσουν οι αντίπαλες παρατάξεις. Κατά τον Μιχαήλ Ψελλό, οι Φράγκοι πολεμιστές «ήταν φοβεροί και τοις είδεσι και ταις σχήμασιν... έμπληκτοι ταις ορμαίς, ευκίνηταί τε και ορμητίαι... ανυπόστατοι την πρώτην έφοδο ορμής». Το πρόβλημα ήταν ότι ήταν τυχοδιώκτες και παρέμεναν πιστοί μόνο εφόσον πληρώνονταν καλά, ενώ γίνονταν απρόβλεπτοι όταν έβλεπαν ευκαιρίες για κέρδος πέρα από τα τυπικά στρατιωτικά καθήκοντά τους. Έτσι, κατά καιρούς προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα όπως συνέβη με τη στάση του Ουρσελίου. Ο Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ (Roussel de Bailleul ή Ursellus de Ballione) αποκαλούμενος Ρουσέλιος ή Ουρσέλιος από τους Βυζαντινούς ιστορικούς ήταν ένας από τους ηγέτες των Φράγκων μισθοφόρων στο οποίο είχε απονεμηθεί (μάλλον από τον Ρωμανό Δ’) το αξίωμα του βέστη. Μπήκε στην υπηρεσία του Βυζαντίου περί το 1069, ως μέλος, αρχικά, μιας μισθοφορικής εταιρείας της οποίας αρχηγός ήταν ένας άλλος Φράγκος, ο Ροβέρτος Κρισπίνος (Robert Crispin). Ο Ουρσέλιος είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία του Ρωμανού Διογένη το 1071 που κατέληξε στο Μανζικέρτ, αλλά δεν πήρε μέρος στην τελική μάχη, καθώς είχε αποσταλεί μαζί με τις δυνάμεις του Ιωσήφ Ταρχανειώτη για να καταλάβουν το φρούριο της Χλιάτ και εκεί αποκόπηκαν χωρίς να μπορέσουν να βοηθήσουν τον Ρωμανό Διογένη. Για πολλούς, ο ρόλος του Ουρσελίου σε εκείνη την περίπτωση ήταν ύποπτος. Στη χαώδη κατάσταση που επικράτησε μετά την ήττα στο Μανζικέρτ, οι Σελτζούκοι και διάφορες ανεξέλεγκτες τουρκομάνικες ομάδες πύκνωσαν τις ληστρικές επιδρομές τους στα Βυζαντινά εδάφη της Μικράς Ασίας. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης ο νέος αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ’ Δούκας αποφάσισε να στείλει στα ανατολικά έναν στρατό με επικεφαλής τον δομέστικο των σχολών Ισαάκιο Κομνηνό (ανιψιό του παλιού συνονόματου αυτοκράτορα). Σε αυτό το εκστρατευτικό σώμα συμμετείχε και ο Ουρσέλιος με 400 Φράγκους ιππότες. Όταν ο στρατός υπό τον Ισαάκιο έφτασε στην περιοχή της Καισάρειας, δημιουργήθηκε ένα σοβαρό επεισόδιο μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών, επειδή ο Ισαάκιος τιμώρησε έναν Φράγκο για πειθαρχικό παράπτωμα. Εξαιτίας αυτού, ο Ουρσέλιος θεώρησε ότι προσεβλήθη, και τη νύχτα πήρε τους άντρες του και εγκατέλειψε τους Βυζαντινούς. Οι ενέργειές του στη συνέχεια δείχνουν ότι η αποστασία του ήταν προσχεδιασμένη: Ο Ουρσέλιος με τους ιππότες του κατευθύνθηκε προς τα ανατολικά και έφτασε στη Μελιτηνή, όπου με μια αιφνιδιαστική επίθεση σημείωσε μια μικρή επιτυχία εναντίον των Σελτζούκων. Στο μεταξύ, μετά την αποχώρησή του, το στράτευμα υπό τον Ισαάκιο συγκρούσθηκε με Τούρκους κοντά στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και υπέστη συντριπτική ήττα. Ανεξάρτητα από αυτό, μετά την επιτυχία του στα ανατολικά, ο Ουρσέλιος επέστρεψε στο κέντρο της Μικράς Ασίας όπου επιδόθηκε σε λεηλασίες, ενώ ανάγκασε πολλές πόλεις να του πληρώσουν φόρο υποτελείας. Για τους Βυζαντινούς ήταν πλέον φανερό ότι δεν είχαν να κάνουν απλά με έναν απείθαρχο τυχοδιώκτη, αλλά ότι ο Ουρσέλιος έκανε κινήσεις για τη δημιουργία ανεξάρτητης ηγεμονίας στη Μικρά Ασία. Το ενδεχόμενο αυτό εκείνη τη στιγμή φαινόταν ότι ήταν πολύ σοβαρότερη απειλή από τους Σελτζούκους. Άλλωστε ήταν πρόσφατο το παράδειγμα της Νοτίου Ιταλίας, όπου μια χούφτα Νορμανδών από το πουθενά κατόρθωσαν να επικρατήσουν και να δημιουργήσουν κράτος σε Βυζαντινό έδαφος. Γι’ αυτό αποφασίστηκε να σταλεί στρατός εναντίον του. |
Η Μάχη: |
Ο στρατός αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 1074. Στην εκστρατεία συμμετείχε ο γιος του καίσαρα Ιωάννη, ο πρωτοβεστιάριος, πρωτοπρόεδρος και δομέστικος των σχολών της Ανατολής Ανδρόνικος Δούκας (ο οποίος είχε πολεμήσει και στο Μαντζικέρτ, ως αρχηγός της οπισθοφυλακής όπου αδράνησε και δεν βοήθησε τον Ρωμανό). Συμμετείχε επίσης ο βετεράνος στρατηγός και κουροπαλάτης Νικηφόρος Βοτανειάτης (ο μετέπειτα αυτοκράτορας). Συνολικά το αυτοκρατορικό στράτευμα αποτελούνταν από 12.000 άντρες. Οι 10.000 από αυτούς ήταν Μικρασιάτες στρατιώτες του θεματικού στρατού και οι υπόλοιποι μισθοφόροι: 1.500 Βάρραγοι και 500 Φράγκοι. Ο Ουρσέλιος εκείνη τη χρονική στιγμή ήταν στο θέμα Αρμενιάκων, αλλά όταν έμαθε ότι ένας Βυζαντινός στρατός βαδίζει εναντίον του, κινήθηκε εσπευσμένα προς τα δυτικά για να τον συναντήσει. Είχε μαζί του 3.000 Φράγκους ιππότες. ΟΙ δύο αντίπαλοι στρατοί συναντήθηκαν στις 10 Μαΐου στον ποταμό Σαγγάριο, κοντά στη γέφυρα «Ζόμπου», νοτιοδυτικά από την Άγκυρα, όχι μακριά από το Αμόριο. Ο Ιωάννης Δούκας, αν και είχε σημαντικό αριθμητικό πλεονέκτημα, έστειλε απεσταλμένους στον Ουρσέλιο προτείνοντάς του να συνθηκολογήσει και προσφέροντας αμνηστία. Φαίνεται πως οι Βυζαντινοί είχαν την κρυφή ελπίδα ότι ο Ουρσέλιος θα μπορούσε ακόμα να τους φανεί χρήσιμος, ενώ είναι πολύ πιθανό, αν κρίνουμε από την πρωτοβουλία αυτή, ότι ο πραγματικό στόχος της εκστρατείας ήταν οι Σελτζούκοι. Εν πάση περιπτώσει, ο Ουρσέλιος απέρριψε με περιφρόνηση την πρόταση του Δούκα. Προφανώς είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του και στο αξιόμαχο των αντρών του. Η συνέχεια τον δικαίωσε. Ο καίσαρας Ιωάννης Δούκας δεν ήταν έμπειρος στρατιωτικός και αυτό φάνηκε σε αυτήν τη μάχη, όπου ακολούθησε μια ακατανόητη τακτική. Αντί να περιμένει τους ορμητικούς Νορμανδούς να επιτεθούν έχοντας σαν προκάλυψη τον Σαγγάριο, σε θέση που είχε αμυντικό πλεονέκτημα, επέλεξε να περάσει το ποτάμι και να παραταχθεί στην απέναντι όχθη με το ποτάμι στην πλάτη του. Επίσης με αυτήν την επιλογή ακύρωσε την πιθανότητα να δεχτεί ενισχύσεις από τα υπόλοιπα θέματα, κάτι που φοβόταν και ο Ουρσέλιος και φαίνεται πως αυτός ήταν ο λόγος που είχε σπεύσει να τον προϋπαντήσει. Ο αυτοκρατορικός στρατός παρατάχθηκε σε δύο ξεχωριστές γραμμές, η μία πίσω από την άλλη. Στη δεξιά πτέρυγα της πρώτης γραμμής είχε παραταχθεί το σώμα των Φράγκων μισθοφόρων με επικεφαλής κάποιον Φράγκο ονόματι «Πάπας». Στο κέντρο της παράταξης ήταν ο Ιωάννης Δούκας με το επίλεκτο τμήμα των Βαράγγων (που εκείνη την εποχή ήταν μάλλον Αγγλοσάξωνες). Ο Ανδρόνικος Δούκας ήταν στο αριστερό κέρας . Στην πίσω γραμμή ήταν ο Βοτανειάτης με τα λιγότερο εμπειροπόλεμα τμήματα. Η μάχη ξεκίνησε τα ξημερώματα της 11ης Μαΐου. Ο Ουρσέλιος απευθύνθηκε στους ομοεθνείς του που ήταν στη δεξιά πλευρά της Βυζαντινής παράταξης και τους έπεισε να πάνε με το μέρος του. Έτσι ενωμένοι όλοι οι Φράγκοι επιτέθηκαν στο Βυζαντινό κέντρο όπου ήταν ο Ιωάννης Δούκας με τους Βαράγγους. Παρά το ξάφνιασμα των Βυζαντινών από την προδοσία των μισθοφόρων, η μάχη δεν είχε κριθεί. Όμως σε μια επανάληψη όσων είχαν συμβεί στο Μαντζικέρτ, η οπισθοφυλακή υπό τον Βοτανειάτη δεν επενέβη για να βοηθήσει. Αντίθετα οπισθοχώρησε ανεξήγητα. Από εκεί και πέρα ήταν θέμα χρόνου. Οι Βάραγγοι στο κέντρο πολέμησαν γενναία, αλλά δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην ανωτερότητα των Φράγκων που ήταν πλέον και αριθμητική. Στο τέλος περικυκλώθηκαν και υπέκυψαν. Ο Ιωάννης τραυματίστηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος. Το ίδιο και ο γιος του Ανδρόνικος. Αμέσως μετά ο Ουρσέλιος έχοντας μαζί του τον επιφανή αιχμάλωτό του έφτασε μέχρι την Χρυσόπολη απέναντι από την Κωνσταντινούπολη έχοντας σαν στόχο να εκθρονίσει τον αυτοκράτορα. Όμως ο Νοκοφορίτζης αντέδρασε αποτελεσματικά και κάνοντας οδυνηρές υποχωρήσεις προς τους Τούρκους, τους έστειλε εναντίον του. Ο Ουρσέλιος αναγκάστηκε να αποσυρθεί στη Νικομήδεια όπου, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των κατοίκων έστεψε βασιλιά τον Ιωάννη Δούκα. Μετά επιτέθηκε στους Τούρκους, αλλά δεν τα κατάφερε και τελικά πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με τον Ιωάννη. Μετά από λίγο καιρό, η γυναίκα του πλήρωσε λύτρα και τον ελευθέρωσε. Για λίγο ο Ουρσέλιος έζησε σαν ηγεμόνας στην Αμάσεια. |
Αξιοσημείωτα: |
Για τον Ανδρόνικο Δούκα αναφέρεται ότι στη μάχη φορούσε διπλό επανωκλιβανιον και πολέμησε γενναία μοιάζοντας στο τέλος με σκαντζόχοιρο από τα πολλά βέλη που είχαν καρφωθεί πάνω του. Ήταν σοβαρά τραυματισμένος και στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη για θεραπεία. Οι δύο γιοι του τον αντικατέστησαν σαν όμηροι του Ουρσέλιου. Ο Ανδρόνικος ανάρρωσε, αλλά πέθανε το 1077. Ο Ανδρόνικος Δούκας ήταν προπάππους του Μανουήλ Κομνηνού και πρόγονος του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου. |
Επακόλουθα: |
Ήταν ακόμα μία σοβαρή Βυζαντινή ήττα στη φοβερή δεκαετία του 1070 που κλόνισε και άλλο την ισχύ του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία. Οι Σελτζούκοι βγήκαν κερδισμένοι καθώς οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να επικυρώσουν την κατοχή εδαφών για να τους χρησιμοποιήσουν εναντίον του Ουρσελίου. Ο Ουρσέλιος έζησε για λίγο ως ηγεμών στην Αμάσεια, αλλά αιχμαλωτίστηκε από τον Αλέξιο Κομνηνό με τη βοήθεια των Τούρκων. Απελευθερώθηκε για να πολεμήσει εναντίον στασιαστών, πρόδωσε ξανά, και εκτελέστηκε το 1077. |
|