Μάχη της Πελαγονίας(Μάχη της Καστοριάς) |
χρόνος: 1259Σεπτέμβριος 1259 |
Βυζαντινή νίκη που συνετέλεσε στην αναγέννηση του Βυζαντίου μετά την άλωση του 1204 | ★ ★ ★ ★ ★ |
εχθρός: Έλληνες & Λατίνοι
|
τοποθεσία: Η ακριβής τοποθεσία δεν είναι γνωστή. Πιθανόν στη Βόρειο Ελλάδα, κοντά στην Καστοριά ή στη Μπίτολα της FYROM
|
ακρίβεια θέσης:
●●●●●
|
τύπος μάχης: Μάχη εκ Παρατάξεως |
πόλεμος: Πόλεμοι Βυζαντινών Νικαίας-Λατίνων |
σύγχρονη χώρα:
Ελλάδα |
▼ Οι Βυζαντινοί(αυτοκρ. Ιωάννης Δ' Δούκας Λάσκαρης) | ▼ Οι Εχθροί | |
Επικεφαλής: | Σεβαστοκράτωρ Ιωάννης Παλαιολόγος | Μιχαήλ Β’ Δεσπότης της Ηπείρου, Γουλιέλμος Β’ της Αχαΐας |
Δυνάμεις: | περίπου 6.000 | Άγνωστο αλλά ήταν περισσότεροι |
Απώλειες: |
Ιστορικό πλαίσιο: |
Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης απεβίωσε το 1258 και τον διαδέχτηκε ο οκτάχρονος γιος του Ιωάννης Δ’ Λάσκαρης. Ο ικανότατος Μιχαήλ Παλαιολόγος έγινε αντιβασιλέας του ανήλικου Ιωάννη Δ’ και ασκούσε την εξουσία στο κρατίδιο της Νίκαιας έχοντας πάρει ανεπίσημα, από τον Ιανουάριο του 1259, και τον τίτλο του συμβασιλέα (το 1261 θα στεφθεί αυτοκράτωρ στην Αγία Σοφία, ως Μιχαήλ Η’, παραγκωνίζοντας οριστικά τον Ιωάννη Λάσκαρη). Όπως συνέβαινε συχνά εκείνη την περίοδο, ο θάνατος ενός ισχυρού βασιλιά (εν προκειμένω του Θεοδώρου Β’) άνοιγε την όρεξη σε γείτονες και εχθρούς να επανέλθουν σε παλιότερες διεκδικήσεις. Έτσι, ο απρόβλεπτος Δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β’ Κομνηνός Δούκας θυμήθηκε τις παλιές βλέψεις του για επέκταση σε Μακεδονία και Θράκη. Εξάλλου ήδη από το 1257, όταν ο Θόδωρος Β’ ήταν άρρωστος και ανήμπορος, είχε επιτεθεί και είχε πάρει πίσω κάποιες πόλεις από τους Νικαιώτες. Το 1258 ο Μιχαήλ Β’ συνήψε συμμαχία με τον Γερμανό βασιλιά της Σικελίας Μανφρέδο και με τον Πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο. Η συμμαχία επισφραγίστηκε το 1259 με τους γάμους των δύο θυγατέρων τού Μιχαήλ Β’ με τους συμμάχους ηγεμόνες: Η Ελένη Αγγελίνα παντρεύτηκε τον Μανφρέδο και η Άννα Αγγελίνα παντρεύτηκε τον Βιλλεαρδουίνο (όπως λέει το Χρονικόν: «Απ᾿ αύτην την συμπεθερίαν επλήθυνε η αγάπη ανάμεσον του πρίγκιπος κ᾿ εκεινού του Δεσπότου»). Η συμμαχία αυτή φαινόταν λίαν επωφελής για όλα τα μέρη, καθώς εξυπηρετούσε τις πολιτικές επιδιώξεις και των τριών, καθώς και τον ανομολόγητο πόθο που είχε ο καθένας από αυτούς ξεχωριστά για τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης, δεδομένου ότι η Λατινική αυτοκρατορία έπνεε πλέον τα λοίσθια. Μια από τις πρώτες ενέργειες του Μιχαήλ Παλαιολόγου, πριν ακόμα γίνει συμβασιλεύς, ήταν να στείλει διπλωματική αντιπροσωπεία υπό τον Θεόδωρο Φίλη στον δεσπότη Μιχαήλ Β’ της Ηπείρου με προτάσεις για ειρηνική συνύπαρξη των δύο ελληνικών κρατιδίων και για επαναφορά των συνόρων όπως είχαν καθοριστεί επί Βατάτζη το 1252. (Κυρίως όμως τον προβλημάτιζε το προφανές, ότι η συμμαχία των τριών στρεφόταν κατά κύριο λόγο κατά της Νίκαιας.) Ο Δεσπότης της Ηπείρου φέρθηκε με σκαιότητα στους πρέσβεις της Νίκαιας και τους έδιωξε με απειλές και ύβρεις κατά του Παλαιολόγου. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος έστειλε πρέσβεις και στους Μανφρέδο, Βιλλεαρδουίνο. Οι επαφές αυτές υπήρξαν το ίδιο άκαρπες. Η αποτυχία των διπλωματικών προσπαθειών σήμαινε ότι αργά ή γρήγορα θα γινόταν πόλεμος. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος προτίμησε να μην περιμένει να του επιτεθούν, και ανέθεσε στον αδερφό του, τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο, ο οποίος περίμενε διαταγές στη Θεσσαλονίκη, να ηγηθεί άμεσα εκστρατείας στα δυτικά. Ο Ιωάννης Παλαιολόγος μαζί με τον μέγα δομέστικο Αλέξιο Στρατηγόπουλο είχαν ετοιμάσει ήδη ένα στράτευμα και κατευθύνθηκαν ταχύτατα προς τη δυτική Μακεδονία στρατολογώντας στην πορεία όποια μονάδα έβρισκαν διαθέσιμη. Ο Μιχαήλ Β’ της Ηπείρου που βρισκόταν στην Καστοριά αιφνιδιάστηκε από την προέλαση των Νικαιωτών και εγκατέλειψε κακήν κακώς την περιοχή υποχωρώντας προς Αυλώνα. Μάλιστα, ο στρατός του είχε κάποιες αδικαιολόγητες απώλειες καθώς αναγκάστηκε να κινηθεί άτακτα μέσα από τα βουνά και τα φαράγγια της Αλβανίας. Μετά την Καστοριά, ο σεβαστοκράτωρ Ιωάννης κινήθηκε εναντίον της Αχρίδας την οποία είχε προετοιμαστεί για να την πολιορκήσει, αλλά η πόλη συνθηκολόγησε και παραδόθηκε πρόθυμα. Στη συνέχεια πολιόρκησε τη Δεάβολη, όπου συνάντησε μεγαλύτερη αντίσταση και αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τις πολιορκητικές μηχανές που κουβαλούσε μαζί του. Τελικά αυτή η πόλη της βορείου Ηπείρου παραδόθηκε, όπως και μερικές ακόμα που ανήκαν στο Δεσποτάτο. Ο Μιχαήλ κάλεσε σε βοήθεια τους συμμάχους του: Ο Μανφρέδος ανταποκρίθηκε στέλνοντας 400 κατάφρακτους Γερμανούς ιππότες (ο ίδιος όμως δεν ήρθε, αντίθετα από τα αναφερόμενα από κάποιους Βυζαντινούς ιστορικούς). Ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος έφτασε ηγούμενος αυτοπροσώπως ενός στρατού Φράγκων φέρνοντας μαζί του σχεδόν όλους τους βαρόνους του Πριγκιπάτου, αλλά και άλλους Φράγκους άρχοντες από τη Στερεά και την Εύβοια. Οι Ηπειρώτες ήταν ο κύριος όγκος της συμμαχικής δύναμης με επικεφαλής τον δεσπότη Μιχαήλ Β’, τον οποίο συνόδευαν οι δυο γιοι του ο Νικηφόρος Α’ και ο Ιωάννης Α’ Δούκας Κομνηνός. Ο τελευταίος ήταν παντρεμένος με μια Βλάχα πριγκίπισσα από τη Θεσσαλία και είχε φέρει μαζί του ένα πολύ αξιόμαχο σώμα από Βλάχους πολεμιστές. Οι Γερμανοί του Μαφρέδου, οι Φράγκοι του Βιλλεαρδουίνου και οι δυνάμεις των Ηπειρωτών συνέκλιναν προς τα βορειοδυτικά για να αντιμετωπίσουν τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κάπου βόρεια από την Καστοριά σε μια περιοχή που από την αρχαιότητα ονομαζόταν «Πελαγονία» (και που σήμερα είναι μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας). Σύμφωνα με το «Χρονικόν του Μορέως», τη δύναμη της Νίκαιας αποτελούσε ένα σώμα στρατολογημένων Ρωμιών (και λίγων Βουλγάρων) ενισχυμένο με 2.000 Κουμάνους ελαφρούς ιπποτοξότες («ομπρός εκαβαλλίκευαν τον τόπον να αποσκεπάζουν»), 300 Γερμανούς ιππότες («Αλλαμμάνοι» με αρχηγό τον «Δούκαν ντε Καρεντάνε» –μάλλον φανταστικό πρόσωπο), 1500 Ούγγρους, 600 Σέρβους, 1500 Τούρκους και λίγους Βλάχους. Υποτίθεται ότι διέθεταν 27 αλλάγια ιππικού («είκοσι εφτά ευρέθησαν αλλάγια καβαλλάροι») Η μόνη πηγή που δίνει στοιχεία για τον αριθμό των συμμαχικών δυνάμεων είναι η αραγωνέζικη εκδοχή του Χρονικού του Μορέως, σύμφωνα με την οποία το φουσάτο του Βιλλεαρδουίνου το αποτελούσαν 8.000 ιππότες και 12.000 ελαφρότερα οπλισμένοι στρατιώτες, υπό την ηγεσία 20 βαρόνων. Ο στρατός των Ηπειρωτών ήταν 8.000 ιππείς και 18.000 ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες. Πάντως όλοι αυτοί οι αριθμοί θεωρούνται από τους σύγχρονους ιστορικούς υπερβολικοί. Η πραγματική δύναμη των στρατευμάτων της Νίκαιας εκτιμάται ότι ήταν περί τους 6.000 άνδρες, ενώ ο στρατός των Ηπειρωτών/Φράγκων ήταν λίγο μεγαλύτερος. Σε κάθε περίπτωση, είναι αξιοσημείωτο πόσο απίστευτα ετερόκλητη ήταν η σύνθεση των δύο στρατευμάτων, αλλά αυτό ήταν ο κανόνας, ειδικά από τον 11ο αιώνα και μετά. |
Η Μάχη: |
Επίσης, ο σεβαστοκράτορας, μάζεψε τους ντόπιους αγρότες και τις οικογένειές τους και τους αράδιασε μαζί με τα υποζύγια τους στις κορυφές των γύρω λόφων, έτσι ώστε από μακριά να δίνουν την εντύπωση μεγάλου στρατού. Όταν έπεφτε το βράδυ, όλοι αυτοί άναβαν φωτιές και χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους. Όπως αφηγείται το Χρονικόν, ο Ιωάννης : Ως φρόνιμος και πονηρός όπου ήτον εις τα πάντα, ώρισε εις όλα τα χωρία και ήλθαν οι χωριάτεςΗ κρίσιμη εξέλιξη σημειώθηκε την προηγούμενη νύχτα της μάχης, όταν ο δεσπότης Μιχαήλ Β’ της Ηπείρου αποχώρησε!!! Μαζί έφυγε και ο γιος του Νικηφόρος και κάποιοι έμπιστοι. Το επόμενο πρωί, όταν οι στρατιώτες του έμαθαν τα νέα, λιποτάκτησαν κι αυτοί, ενώ ο άλλος του γιος, ο Ιωάννης, ένωσε τις πολύ υπολογίσιμες δυνάμεις του (κυρίως Βλάχοι) με τον στρατό της Νίκαιας! Έτσι, οι Φράγκοι έμειναν μόνοι τους. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για τον λόγο που ο δεσπότης Μιχαήλ ξαφνικά τα παράτησε: Εκδοχή 1η: Ο δεσπότης συνειδητοποίησε ότι εκείνη η τεράστια κινητοποίηση των Φράγκων, σε συνδυασμό με την επικείμενη συντριβή των Βυζαντινών της Νίκαιας, θα άφηναν τους Φράγκους κυρίαρχους σε όλη την Ελλάδα και τον ίδιο έρμαιο των διαθέσεών τους. Εκδοχή 2η: Σύμφωνα με την αφήγηση του Χρονικού, ο σεβαστοκράτορας έστειλε έναν ξύπνιο χωρικό στον Μιχαήλ Β’ για να τον παραπλανήσει περιγράφοντας με τον πιο πειστικό τρόπο τις τεράστιες δυνάμεις που είχαν οι Νικαιώτες. Αυτό τρομοκράτησε τον δεσπότη (που ούτως ή άλλως πάντα φοβόταν τις μάχες). Εκδοχή 3η: Η επικρατέστερη εκδοχή έχει να κάνει με τον Ιωάννη Α’ Κομνηνό Δούκα, τον νόθο γιο του Μιχαήλ Β’, ο οποίος είχε παραπονεθεί στον πατέρα του ότι κάποιοι Φράγκοι είχαν συμπεριφερθεί με ανάρμοστο τρόπο στην ωραιοτάτη Βλάχα σύζυγό του. Ο Μιχαήλ Β’ τον ειρωνεύθηκε και του απάντησε ότι δεν είχε δικαίωμα να παραπονιέται για τέτοια θέματα όντας ο ίδιος νόθος. Αυτό πείραξε πολύ, όπως ήταν φυσικό, τον Ιωάννη που αποφάσισε να φύγει εκείνη τη στιγμή και να αυτομολήσει στους Βυζαντινούς της Νίκαιας. Μετά από αυτήν την εξέλιξη, που του στερούσε ένα σημαντικό μέρος του στρατού του, ο φοβιτσιάρης Μιχαήλ Β’ αποφάσισε να φύγει κι αυτός μαζί με τους δικούς του. Όπως και να ‘χει, την ημέρα της μάχης οι Φράγκοι βρέθηκαν μονάχοι να πολεμήσουν εναντίον των Ελλήνων της Νίκαιας. Ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος το σκεφτόταν σοβαρά να σηκωθεί να φύγει κι αυτός, αλλά κάποιοι βαρόνοι με προεξάρχοντα τον θηριώδη βαρόνο της Καρύταινας Γοδεφρείδο ντε Μπρυγέρ (Geoffroy de Bruyères), αντέδρασαν υποστηρίζοντας ότι ήταν θέμα τιμής γι’ αυτούς να μείνουν και να δώσουν μάχη. Το Χρονικόν αφηγείται διάφορα ηρωικά και ιπποτικά σχετικά με τα υψιπετή κίνητρα των Φράγκων, αλλά η αλήθεια είναι ότι βασικά οι Φράγκοι επέμεναν επειδή υποτιμούσαν ανέκαθεν τους Έλληνες που τους θεωρούσαν υποδεέστερους πολεμιστές. Την ημέρα της μάχης, ο σεβαστοκράτορας παρέταξε το στρατό του ως εξής: την εμπροσθοφυλακή αποτέλεσαν οι Κουμάνοι, από πίσω τοποθετήθηκαν οι Γερμανοί ιππότες και οι Ούγγροι, μετά οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι και τέλος οι Βυζαντινοί και οι Τούρκοι Ο σχηματισμός του στρατού των Φράγκων ήταν 3 φάλαγγες ιππέων ακολουθούμενες από δύο φάλαγγες πεζών. Οι Φράγκοι ιππότες έκαναν μια από τις συνηθισμένες θυελλώδεις επελάσεις τους στοχεύοντας τους Γερμανούς μισθοφόρους της Νίκαιας που ήταν το επίλεκτο τμήμα του στρατού των Βυζαντινών. Ο επικεφαλής Γερμανός δούκας σκοτώθηκε από τον βαρόνο της Καρύταινας που θέριζε τους αντιπάλους του δίκην χλόης εν λειμώνι. Η μονάδα των Γερμανών μισθοφόρων σχεδόν εξοντώθηκε. Όμως οι Κουμάνοι και Ούγγροι ιπποτοξότες με βολές κατά ριπάς σκότωσαν τα άλογα των Φράγκων, στερώντας από τους ιππότες το δυνατό τους σημείο που ήταν η έφοδος του ιππικού. Οι πεζοί στρατιώτες της Αχαΐας όταν είδαν την κατάρρευση του ιππικού τράπηκαν σε φυγή και οι ιππότες με τις βαριές πανοπλίες παραδόθηκαν. Ο πρίγκιπας της Αχαΐας Γουλιέλμος διέφυγε και κρύφτηκε σε μια κοντινή θημωνιά, όπου σύντομα έγινε αντιληπτός και αιχμαλωτίστηκε. Οι Φράγκοι είχαν βαριές απώλειες και οι περισσότεροι από τους επιβιώσαντες πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Κάποιες λίγες ομάδες που υποχώρησαν οργανωμένα εξοντώθηκαν από τους Βλάχους της Θεσσαλίας. Τελικά οι μόνοι που επέστρεψαν στον Μοριά ήταν οι αιχμάλωτοι μετά από καταβολή λύτρων και άλλων ανταλλαγμάτων. |
Επακόλουθα: |
Η νίκη ήταν πολύ σημαντική γιατί ανέτρεψε σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί την πρώτη περίοδο της Φραγκοκρατίας. Ο Γουλιέλμος απελευθερώθηκε το 1262 αφού παρέδωσε τα κάστρα του Μυστρά, της Μεγάλης Μαΐνης και της Μονεμβασίας και συμφώνησε να γίνει υποτελής του Βυζαντίου. Σύντομα καταπάτησε τη συμφωνία, αλλά ο Μυστράς και τα υπόλοιπα κάστρα συνετέλεσαν στην αναγέννηση του Βυζαντίου στον Μοριά. Η ανακατάληψη της Πόλης το 1261 θεωρείται έμμεση συνέπεια αυτής της μάχης. |
|