
Μάχη της Διάμπολης |
χρόνος: 1049 |
Ήττα των Βυζαντινών από τους Πετσενέγους στην πρώτη μάχη ενός 5ετούς πολέμου | ★ ★ ★ ★ ★ |
εχθρός: Πετσενέγοι
|
τοποθεσία: Κοντά στην πόλη Διάμπολη της Θράκης, σημερινό Yambol (Ямбол) της ΝΑ Βουλγαρίας
|
ακρίβεια θέσης:
●●●●●
|
τύπος μάχης: Μάχη εκ Παρατάξεως |
πόλεμος: Πόλεμοι εναντίον των Πετσενέγων |
σύγχρονη χώρα:
Βουλγαρία |
▼ Οι Βυζαντινοί(αυτοκρ. Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος) | ▼ Οι Εχθροί | |
Επικεφαλής: | Δομέστικος των σχολών Κωνσταντίνος Αριανίτης | Άγνωστος |
Δυνάμεις: | ||
Απώλειες: |
Ιστορικό πλαίσιο: |
Οι Πετσενέγοι ή Πετσενέγκοι ή Πατζινάκοι ή Πατζινακίτες ή –πολύ συχνά, αλλά λανθασμένα– Σκύθες ήταν νομαδικός λαός τουρκικής καταγωγής της κεντρικής Ασίας που από τον 9ο αιώνα είχαν μεταναστεύσει δυτικότερα και εγκαταστάθηκαν βόρεια από τον Δούναβη απ’ όπου έκαναν επιθέσεις εναντίον άλλων λαών, κυρίως κατά των Ρως. Πιστεύεται ότι ήταν μια από τις 24 φυλές που αποτελούσαν τη συνομοσπονδία των Ογούζων Τούρκων (ή Ούζων), η κοιτίδα των οποίων ήταν οι στέπες γύρω από τη λίμνη Αράλη. Άλλες γνωστές φυλές αυτής της ομάδας ήταν οι Σελτζούκοι και οι Κουμάνοι. Οι Πετσενέγκοι ήταν δηλαδή Τουρκομάνοι. (Παρεμπιπτόντως το όνομά τους έχει την ίδια ρίζα με τον «μπατζανάκη».) Οι Πετσενέγοι ήταν βάρβαροι αλλά εξαιρετικοί πολεμιστές. Πολεμούσαν συνήθως έφιπποι με ελαφρύ οπλισμό, ενώ ήταν δεινοί ιπποτοξότες. Περιστασιακά, τον 9ο αιώνα, ήταν σύμμαχοι με τους Βυζαντινούς που τους χρησιμοποίησαν για να αντιμετωπίσουν άλλους επικίνδυνους αντιπάλους, όπως οι Μαγυάροι και οι Ρως. Το 1018 όταν καταλύθηκε από τον Βασίλειο Β’ η Α’ Βουλγαρική αυτοκρατορία, το Βυζάντιο βρέθηκε να συνορεύει άμεσα με τους Πετσενέγους. Και τότε άρχισαν τα προβλήματα. Μεταξύ 1027 και 1045 οι Πετσενέγοι έκαναν 4 επιδρομές στα Βυζαντινά εδάφη. Την πρώτη από αυτές, του 1027, απέκρουσε με επιτυχία ο «στρατηγός αυτοκράτωρ» Κωνσταντίνος Διογένης (πατέρας του Ρωμανού Δ’ Διογένη) ο οποίος τους απώθησε βόρεια από τον Δούναβη. Επέστρεψαν με ληστρικές επιδρομές το 1032, το 1034 (φτάνοντας μέχρι τη Θεσσαλονίκη) και το 1035/1036, οπότε διέλυσαν έναν Βυζαντινό στρατό που στάλθηκε να τους αντιμετωπίσει αιχμαλωτίζοντας 5 στρατηγούς. Τα προβλήματα εντάθηκαν μετά το 1043, όταν υπό την πίεση των Ρως και των Ογούζων αναγκάστηκαν να μετακινηθούν πιο κοντά στον Δούναβη αναζητώντας ευκαιρία να περάσουν απέναντι στη Μοισία (δηλαδή τη βόρεια Βουλγαρία που υπενθυμίζεται ότι ήταν πλέον μέρος της Βυζαντινής επικράτειας). Όπως όλες οι τουρκογενείς βαρβαρικές φυλές οι Πετσενέγοι ήταν ένα συνονθύλευμα φυλών που συχνά πολεμούσαν μεταξύ τους. Περί το 1046, ένας από τους φυλάρχους των Πετσενέγων ονόματι Κεγένης συγκρούστηκε με τους υπόλοιπους, αυτονομήθηκε και κατέφυγε με τους 20.000 τής φάρας του νότια από το Δούναβη αναζητώντας την προστασία των Βυζαντινών που τον δέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Ο Κεγένης βαπτίστηκε χριστιανός, αναγορεύτηκε πατρίκιος και πήρε μεγάλες εκτάσεις και 3 παραδουνάβια φρούρια. Στη συνέχεια, με τις πλάτες των Βυζαντινών, άρχισε επιδρομές βόρεια του Δούναβη, εναντίον των ομοφύλων του. Ο χάνος των Πετσενέγων Τυράχ διαμαρτυρήθηκε στον Βυζαντινό αυτοκράτορα, αλλά δεν εισακούστηκε. Τον χειμώνα του 1048 ο Τυράχ πέρασε τον παγωμένο Δούναβη επικεφαλής ενός τεράστιου πλήθους Πετσενέγων, που κατά τον Κεδρηνό έφτανε τις 800.000 (!). Καθώς οι Πετσενέγοι προχωρούσαν προς νότο προσβλήθηκαν από κάποια επιδημία και νικήθηκαν εύκολα από τον δούκα Αδριανούπολης Κωνσταντίνο Αριανίτη με τη βοήθεια των στρατευμάτων του κυβερνήτη της Βουλγαρίας Βασιλείου Μοναχού και των πολεμιστών του Κεγένη. Ο Τυράχ συνελήφθη αιχμάλωτος. Τότε οι Βυζαντινοί έκαναν την ατυχή επιλογή να τους εγκαταστήσουν σαν εποίκους στην ερημωμένη πεδιάδα της Μοισίας αποσκοπώντας, συν τοις άλλοις, στη χρησιμοποίηση των Πετσενέγων πολεμιστών σε άλλα μέτωπα. Βασικό στοιχείο της διαδικασίας εποικισμού ήταν ο εκχριστιανισμός των Πετσενέγων, κάτι που δεν πολυάρεσε στους νέους εποίκους. Ο χάνος Τυράχ «προσκλήθηκε» μαζί με άλλους 140 επιφανείς ομοεθνείς του στην Κωνσταντινούπολη, όπου βαπτίστηκαν και τους δόθηκαν τιμητικοί τίτλοι όντες στην ουσία όμηροι. Όπως αναφέρει ο Σκυλίτζης: «άγονται ες τον βασιλέα, ους φιλοφρόνως ούτος υποδεξάμενος και βαπτίσας και μεγίστοις αξιώμασιν επάρας εν ευπαθείαις κατείχεν.» Λίγο μετά, έγινε κάτι που σηματοδότησε την αρχή ενός πενταετούς αιματηρού πολέμου. Στις αρχές του 1049, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος αποφάσισε να στείλει μια δύναμη 15.000 Πετσενέγων για να ενισχύσει τις Βυζαντινές δυνάμεις στην Ανατολία εναντίον ενός νεοεμφανισθέντος εχθρού, των Σελτζούκων. Η δύναμη αυτή όταν πέρασε τον Βόσπορο και βρέθηκε στη Χρυσούπολη, στασίασε και γύρισε πίσω(1) παίρνοντας βέβαια μαζί και όλο τον εξοπλισμό που τους είχαν παραχωρήσει οι Βυζαντινοί. Κατευθύνθηκε προς τη Βουλγαρία, στην περιοχή γύρω από τη Σόφια όπου ενώθηκε με πολεμιστές από άλλες φυλές Πετσενέγων και σχημάτισαν μια πολύ μεγάλη και λίαν αξιόμαχη ορδή. Μαζί τους ενώθηκε και ο Κεγένης ο οποίος ήταν πολύ δυσαρεστημένος με τους Βυζαντινούς, που τον είχαν φυλακίσει άδικα μετά από μια συκοφαντία. Οι εξεγερμένοι Πετσενέγοι σύντομα άρχισαν επιθέσεις σε Μακεδονία και Θράκη. Ξαφνικά οι Βυζαντινοί είχαν να αντιμετωπίσουν έναν νέο, πολύ μεγάλο «από βορράν κίνδυνο». |
Η Μάχη: |
![]() Πετσενέγοι ηττώνται από τους Ρως Οι Πετσενέγοι όμως ήταν πάρα πολλοί ενώ οι Βυζαντινοί μάλλον τους είχαν υποτιμήσει εξαιτίας της εύκολης υπερίσχυσης εναντίον τους υπό την ηγεσία του ίδιου του Αριανίτη τον προηγούμενο χρόνο. Ο Βυζαντινός στρατός ηττήθηκε και υπέστη βαριές απώλειες. Μεταξύ των νεκρών ήταν δύο επιφανείς αξιωματικοί, ο Θεόδωρος Στραβομύτης και ο Πολύς, που είχαν διακριθεί στην καταπολέμηση της στάσης του Τορνικίου. Μετά την ήττα ο Αριανίτης υποχώρησε και οχυρώθηκε στην Αδριανούπολη. Από εκεί ζήτησε ενισχύσεις από τον αυτοκράτορα, καθόσον «μετά γαρ των παρόντων αδύνατον αντιπαρατάξασθαι προς τοσαύτην πληθὺν». |
Επακόλουθα: |
Ο αυτοκράτορας φρόντισε να στείλει αμέσως έναν νέο στρατό εναντίον των Πετσενέγων. Επιστράτευσε και τον αιχμάλωτο χάνο των Πετσενέγων Τυράχ στον οποίο υποσχέθηκε μεγάλες ανταμοιβές αν βοηθούσε στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Οι Βυζαντινοί όμως νικήθηκαν κατ’ επανάληψιν τα επόμενα χρόνια από τους Πετσενέγους που εξελίχθηκαν σε σοβαρό πρόβλημα. |
Παρατηρήσεις: |
|
|