
Μάχη στο Δορύστολον |
χρόνος: 97113 Απρ-21 Ιουλ 971 |
Οι Βυζαντινοί υπό τον Τσιμισκή πολιόρκησαν και τελικά εκπόρθησαν το φρούριο | ★ ★ ★ ★ ★ |
εχθρός: Ρως
|
τοποθεσία: Στο Δορύστολο, σημερινή Silistra στη Βουλγαρία, επί του Δουνάβεως
|
ακρίβεια θέσης:
●●●●●
|
τύπος μάχης: Κατάληψη πόλης |
πόλεμος: Επιδρομές των Ρως |
σύγχρονη χώρα:
Βουλγαρία |
▼ Οι Βυζαντινοί(αυτοκρ. Ιωάννης Α' Τσιμισκής) | ▼ Οι Εχθροί | |
Επικεφαλής: | Αυτοκράτωρ Ιωάννης Α’ Τσιμισκής | Πρίγκιπας Σβιατοσλάβ Α’ του Κιέβου |
Δυνάμεις: | 30.000 + 300 πλοία | 60.000 |
Απώλειες: | 38.000 |
Ιστορικό πλαίσιο: |
Ο Σβιατοσλάβος Α’ ήταν Μέγας Πρίγκιπας του πριγκιπάτου του Κιέβου που είχαν ιδρύσει οι Ρως. Μετά την κατάλυση του βασιλείου των Χαζάρων από τον Σβιατοσλάβο το 969, ο Νικηφόρος Φωκάς του πρότεινε έναντι μεγάλης αμοιβής να επιτεθεί στους Βουλγάρους από τον βορρά. Εκείνος αποδέχτηκε την πρόταση και εισέβαλε στη Βουλγαρία, νικώντας τον βασιλιά Μπόρις Β'. Στη συνέχεια όμως δεν αποχώρησε και παρέμεινε στη χώρα. Οι Ρως κατέλαβαν το ανατολικό μέρος της Α΄ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας και εγκατέστησαν την πρωτεύουσά τους στην Πρεσλάβα (Περεγιασλάβετς), στις εκβολές του Δούναβη. Ο Σβιατοσλάβος άρχισε να δημιουργεί αμέσως προβλήματα: λεηλάτησε τη Θράκη, όπου κατέλαβε τη Φιλιππούπολη (σημερινό Πλόβντιβ), σφάζοντας τους κατοίκους της και στη συνέχεια πολιόρκησε την Αδριανούπολη. Οι Βυζαντινοί δεν είχαν άλλη επιλογή από το να τον αντιμετωπίσουν. Μόλις ο Ιωάννης Α’ Τσιμισκής ενθρονίσθηκε σφετεριζόμενος τον θρόνο, οι Βυζαντινοί εκδήλωσαν αντεπίθεση. Αφού νίκησαν τις ενωμένες δυνάμεις Ρως-Βουλγάρων-Πετσενέγων στη Μάχη της Αρκαδιουπόλεως και κατέλαβαν την Πρεσλάβα, ο Σβιατοσλάβος αναγκάσθηκε να διαφύγει στο απομακρυσμένο φρούριο του Δορύστολου, πάνω στον Δούναβη. |
Η Μάχη: |
![]() Ο Σβιατοσλάβος αποχωρεί από το Δορύστολον Οι Ρως υπέφεραν πολύ από την πείνα. Όντας ειδωλολάτρες, με σκοπό να εξευμενίσουν τους θεούς τους έπνιξαν αιχμαλώτους και ακόμη και μωρά στον Δούναβη, αλλά οι θυσίες αυτές εννοείται πως δεν βελτίωσαν τη θέση τους. Καθώς δε το μαρτύριό τους γινόταν όλο και πιο έντονο, 2.000 πολεμιστές Ρως (συμπεριλαμβανομένων μερικών γυναικών) έκαναν μια νυχτερινή έξοδο, κατέβαλαν μια Βυζαντινή δύναμη που βρήκαν μπροστά τους και έψαξαν για εφόδια στον Δούναβη. Μετά από αυτή την προσωρινή επιτυχία, κατάφεραν να επανενωθούν με τους πολιορκημένους. Τελικά οι Ρως πείσθηκαν ότι δεν ήταν σε θέση να διασπάσουν την πολιορκία και συμφώνησαν να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σύμφωνα με την οποία παραιτήθηκαν από το ενδιαφέρον τους για τα Βουλγαρικά εδάφη και τη βυζαντινή πόλη της Χερσονήσου στην Κριμαία. Ο Σβιατοσλάβος παρατήρησε με πικρία ότι όλοι οι σύμμαχοί του (Μαγυάροι, Πετσενέγοι) τον πρόδωσαν στο πιο κρίσιμο χρονικά σημείο. Του επετράπη να διαφύγει με τον στρατό του στο νησί Βορυσθένης(1) στις εκβολές του Δνείπερου, ενώ οι Βυζαντινοί εισήλθαν στο Δορύστολο που μετονομάστηκε Θεοδωρόπολις από το όνομα της αυτοκράτειρας ή, κατ’ άλλους, από τον στρατιωτικό άγιο Θεόδωρο Στρατηλάτη που λέγεται ότι προσέτρεξε να βοηθήσει τον αυτοκράτορα κατά τη μάχη. Για πληρέστερη περιγραφή της μάχης θα καταφύγουμε στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνος του Παπαρρηγόπουλου (Δ’ τόμος): [Ο Τσιμισκής] ... μετονόμασε την Πραισθλαύαν [Πρεσλάβα] επί το ελληνικώτερον Ιωαννούπολιν, και τελευταίον καταλιπών εν αυτή φρουράν αποχρώσαν, απήλθε πανστρατιά επί το Δορύστολον, κυριεύσας καθ’ οδόν την τε Πλίσκουβαν και την Δίνειαν και άλλας διαφόρους πόλεις, αυθορμήτως υποταχθείσας. Ό Σβιατοσλαύος ουδεμίαν ηθέλησε να ακούση περί υποχωρήσεως πρότασιν. Απεναντίας επειδή έβλεπε τους Βουλγάρους μετά του βασιλέως ήδη συντασσομένους, συγκαλέσας τους επιφανέστερους εξ αυτών τον αριθμόν 300, άπαντας ανηλεώς απέκτεινε, το δε λοιπόν πλήθος συνέκλεισεν εις ειρκτάς. Αυτός δε συναγαγών την δύναμιν αυτού εις 60.000 ανδρών συμποσουμένην, απεφάσισε να αντιταχθή εις τους επερχομένους αντιπάλους. Ο βασιλεύς Ιωάννης, βαδίσας οπωσούν βραδέως, δεν επλησίασεν εις Δορύστολον ειμή την 23 Απριλίου και εύρε τους Ρώσους ετοίμους να υποδεχθώσιν αυτόν εν πυκνή παρατάξει προ της πόλεως. Αντιτάξας λοιπόν και αυτός τον ίδιον στρατόν και έχων εν τω μέσω μεν την πεζικήν φάλαγγα, κατά θάτερον δε το κέρας τους πανσιδήρους ιππότας, εξ όπισθεν δε τους τοξότας και σφενδονήτας, αδιακοπως υπερ τας κεφαλάς των παρατεταγμένων βάλλοντας, επήλθε κατά των πολεμίων επ’ αισίοις διότι την ημέραν εκείνην ετελείτο η μνήμη του καλλινίκου μάρτυρος Γεωργίου. Η μάχη υπήρξε μακρά και εναγώνιος. Οι Ρώσοι γαυριώντες επί τη άρχαία αυτών πολεμική φήμη ηγωνίσθησαν, ει και πεζοί, μετά ρώμης αγρίας και ενθουσιώδους. Οι περί τον βασιλέα Ιωάννην αναμιμνησκόμενοι τα πρόσφατα αυτών κατά μωαμεθανών κατορθώματα, και επαιρόμενοι επί τω ιππικω αυτών, αντετάχθησαν μετ’ εμπειρίας και τεχνικής επιστήμης. Πολλοί επεσον εκατέρωθεν και ή νίκη εφαίνετο αμφιταλαντευομένη μέχρι δείλης βαθείας, ότε ο βασιλεύς επιρράξας κατά των πολεμίων ανά κράτος άπαν το ιππικόν και αναβοήσας ότι επέστη ή ώρα να αποδείξωσι δι’ έργων την αρετήν, επήνεγκε την κρίσιν του αγώνος. Οι σαλπιγκταί ηλάλαξαν το ενυάλιον. Βοή αθρόα αντήχησεν, ο στρατός όλος θεωρών τον βασιλέα προκινδυνεύοντα, εξώρμησε δι’ ακατασχέτου φοράς κατά των Ρώσων, οίτινες μη δυνηθέντες να υπομείνωσι την τελευταίαν ταύτην ροπήν, έκλιναν εις φυγήν, και προς το τείχος συνώσθησαν, πολλούς αποβαλόντες των ανδρών κατά την μάχην εκείνην. Ενώ δε ούτοι εζήτουν άσυλον όπισθεν του περιβόλου της πόλεως, εν τω έλληνικώ στρατοπέδω αντήχησαν τα επινίκια, και ανευφημείτο ο αυτοκράτωρ, όστις αμέσως και περιστοιχισμένος ετι ών από νεκρούς και τραυματίας, προεβίβασε τους ανδραγαθήσαντας, και διά ποικίλων άλλων δεξιώσεων και φιλοφρονήσεων κατέστησεν άπαντας προθυμοτέρους εις νέους αγώνας. Την επιούσαν πολλά πρωί ο βασιλεύς διέταξε την κατασκευήν οχυρού στρατοπέδου περί γεώλοφόν τινα, όστις ανυψούτο επί του πεδίου του εκτεινόμενου προ του Δορυστόλου, εν μικρω από της πόλεως ταύτης διαστήματι. Το παρά τον Ίστρον [Δούναβη] κείμενον Δορύστολον ήτο, ως φαίνεται, ασφαλέστερον ώχυρωμένον της Πραισθλαύας και προσέτι κατείχετο υπό 60.000 Ρώσων, ών ηγείτο αυτός ο Σβιατοσλαύος. Όθεν ο βασιλεύς ενόησεν οτι η άλωσις του φρουρίου τούτου δεν ηδύνατο να είναι έργου πρόχειρον, και ενόμισε προ πάντων συνετόν να εξασφαλίση εαυτόν κατά των ενδεχομένων περιπετειών του πολέμου. Επί τούτω κατεσκεύασε το οχυρόν εκείνο στρατόπεδον, και μετ’ ολίγον επελθόντος διά του Ίστρου του στόλου, όστις προ ενός περίπου μηνός είχεν εκπλεύσει από του Κερατίου κόλπου, ήρξατο συντόνως το της πολιορκίας έργον. Το ωχυρωμένον στρατόπεδον δεν εχρησίμευεν ειμή ως η άκρόπολις ούτως ειπείν άπαντος του από ξηράς επιχειρήματος. Εν αυτώ δεν εστάθμευε συνήθως ειμή ο βασιλεύς μετά της αυτοκρατορικής φρουράς, έτοιμος να επέλθη εις βοήθειαν των άλλων του στρατού μοιρών, αίτινες εστρατοπέδευον δεξιά και αριστερά παρά την πόλιν· και προς ανατολάς μεν ήσαν τεταγμένοι οι Θράκες και οι Μακεδόνες υπο τον γνωστόν στρατοπεδάρχην Πέτρον [ευνούχος Πέτρος Φωκάς], προς δυσμάς δε αι ανατολικαί δυνάμεις υπό τον ετι γνωστότερον Βάρδαν Σκληρόν. Αι πολιορκητικαί μηχαναί ήσαν επιτετραμμέναι εις τον Ιωάννην Κουρκούαν, του οποίου τα κατά το προηγούμενου έτος αμαρτήματα, δεν εμπόδισαν τον βασιλέα Ιωάννην, δεύτερον εξάδελφον αυτού όντα, να τον μεταχειρισθή και πάλιν. Οι Ρώσοι άμα επλησίασεν ο στόλος, είλκυσαν τα ακάτια αυτών προ του περιβόλου του άστεως, ώστε ή πόλις ήτο πανταχόθεν περιεζωσμένη. Η πολιορκία διεξήγετο οτέ μεν ακροβολιζομένων των δύο αντιπάλων άνωθεν από των επάλξεων και κάτωθεν από του πεδίου διά σφενδονών και βελών και ποικίλων εκηβόλων οργάνων, οτέ δε δι’ αγώνων εκ παρατάξεως ούς επεχείρουν οι Ρώσοι εξορμώντες εκ διαλειμμάτων από του φρουρίου, άλλ’ αναγκαζόμενοι πάντοτε να επιστρέψωσιν εις αυτό. Εις μίαν δε των πρώτων τούτων εξόδων έπεσεν ο γενναίος Σφέγγελος, εκθύμως διαγωνισάμενος. Περιφανώς δε διέπρεψε μεταξύ των ημετέρων ο Θεόδωρος Λαλάκων, «ανήρ κατά τε την αλκήν και σώματος ρώμην δυσάντητος και ακαταγώνιστος,» λέγει ο Λέων ο Διάκονος. Η του φρουρίου εξ εφόδου εκπόρθησις εφαίνετο ακατόρθωτος, είτε διότι τα τείχη αυτού ήσαν υψηλότερα και πλατύτερα των συνήθων, είτε διότι αι πολιορκητικαί μηχαναί δεν ήσαν αποχρώσαι. Όθεν ο βασιλεύς Ιωάννης, έχων πανταχόθεν περιπεφραγμένην την πόλιν, και παρενοχλών αδιακόπως τους πολοιορκουμένους διά σφενδονών και βελών και πετροβόλων οργάνων, και αποκρούων πάσαν αυτών έξοδον, ήλπισε μάλλον δια λιμού να καταναγκάσει αυτούς εις παράδοσιν. Πάσα η εντεύθεν του Ίστρου χώρα είχεν υποταχθή ήδη εις αυτόν, Διότι ο Σβιατοσλαύος είχεν ανακαλέσει πανταχόθεν τας ρωσικάς φρουράς, συμπυκνώσας όλην αυτού την δύναμιν εις Δορύστολον. Αλλά και τα επέκεινα του Ίστρου φρούρια παρεδόθησαν εις τον βασιλέα ώστε ούτος ευλόγως προσεδόκα και την του Δορυστόλου προσεχή άλωσιν, διότι ήξευρεν ότι από των αρχών του Μαΐου πολλή ήδη έπεκράτει εν αυτω τροφών ένδεια ένεκα της κατεσπευσμένης τοσούτου στρατού συμπυκνώσεως. Αλλ’ αίφνης η τού Σβιατοσλαύου τόλμη και δεξιότης κατόρθωσε να παρατείνει επί μήνα έτι όλον την αντίστασιν. Εκλέξας νύκτα βαθείαν και ασέληνον καθ’ ήν υετός ραγδαίος έπιπτε μετά χαλάζης αναμεμιγμενος και υπό βροντών και αστραπών συνοδευόμενος, ο ηγεμών των Ρώσων, εμβάς εις μονόξυλα ερετά δις χιλίων ανδρών, και διαφυγών την προσοχήν τού στόλου, εξήλθεν εις επισιτισμόν. Και συλλέξας παρά τας οχθας του Ίστρου σίτον, κέγχρον, και όσα άλλα τρόφιμα εύρεν, επέστρεψεν ήδη εις Δορύστολον, ότε είδε κατά το χείλος του ποταμού πολλούς των στρατιωτών θεράποντας τους μεν ποτίζοντας ίππους, τους δε χορτολογούντας και άλλους ξυλεύοντας, επέπεσεν εκ του αφανούς κατ’ αυτών και πολλούς μεν φονεύσας, τους δε λοιπούς αναγκάσας εις φυγήν, επέστρεψεν ήδη διά των μονοξύλων αυτού εις Δορύστολον. Ο βασιλεύς πληροφορηθείς τα γενόμενα, ηγανάκτησε κατά των αρχηγών του στόλου, των οποίων η αμέλεια επέτρεψε τον έκπλουν των Ρώσων και ηπείλησεν αυτούς θάνατον, εάν επαναληφθή τοιούτό τι. Συγχρόνως δε και από ξηράς απέκλεισεν έτι στενότερον δια τάφρων και φυλάκων την πύλην, ίνα καταστήση αδύνατον την είσαγωγήν νέων τροφίμων. Και τούτο μεν κατωρθώθη, αλλ’ οι Ρώσοι επέμειναν καρτερικώς ανταγωνιζόμενοι. Η άμυνα αυτών διήρκεσε μέχρι των μέσων του Ιουλίου και επέκεινα. Κατά τας τελευταίας μάλιστα τούτου ημέρας πειραθέντες να πυρπολήσωσι τας πολιορκητικάς μηχανάς, τούτου μεν του επιχειρήματος απέτυχον, εφόνευσαν δε τον Ιωάννην Κουρκούαν, όστις καίτοι ένεκα του ακολάστου αυτού βίου ολίγην είχε περί την εκπλήρωσιν του καθήκοντος πρόνοιαν, κατά την κρίσιμον όμως εκείνην στιγμήν εκθύμως κατά των πολεμίων αντεπεξήλθε και γενναίως έπεσε. Την δ’ επιούσαν οί Ρώσοι επαρθέντες εκ του συμβεβηκότος τούτου, εξήλθον αύθις ίνα εκ παρατάξεως αγωνισθώσιν, υπό Ίκμορα τον μετά Σβιατοσλαύον πρώτον αυτών ηγεμόνα, άνδρα γιγαντώδη και νεανικόν, και πολλήν σφαγήν εν τη μάχη ταύτη εις τους αντιπάλους επενεγκόντα. Αλλά τότε ο βασιλικός σωματοφύλαξ Ανεμάς, όστις, ως ηξεύρομεν ήδη ήτο υιός του τελευταίου εμίρου της Κρήτης Απδούλ Αζίζ , και άξιος τη αληθεία του Ρώσου μαχητού ανταγωνιστής, ορμήσας κατ’ αυτού διά μιας πληγής απέκοψε την τε κεφαλήν και την δεξιάν αυτού· οι δε Ρώσοι καταπλαγέντες εκ του παθήματος τούτου, υπεχώρησαν εις το άστυ, αφού κατέλιπον πολλούς εις το πεδίον τής μάχης νεκρούς. Ο θάνατος του Ίκμορος επροξένησεν εις τον ρωσικόν στρατόν αθυμίαν ήτις έξηκολούθησεν, ως φαίνεται, και μετά την υποχώρησιν, ώστε ο Σβιατοσλαύος ενόμισεν απαραίτητον την ακόλουθον ημέραν να συγκαλέση συμβούλιον των αρίστων του στρατού, ίνα βουλευθή μετ’ αυτών περί του πρακτέου, πράγματι δε δια να ένθαρρύνη αυτούς προς άμυναν. Τωόντι εκ των παρευρεθέντων εν τω συμβουλίω τούτω, οι μεν εγνωμοδότήσαν ότι άλλο δεν έχουσι να πράξουσιν, αφού μάλιστα απέβαλον τοσούτους πρώταγωνιστάς, ειμή να φύγωσι διά νυκτός όπως ηδύναντο επιβάντες εις τα πλοία αυτών· οι δε, ότι επειδή η τοιαύτη φυγή ήτο ακατόρθωτος ένεκα του στόλου, όστις άγρύπνως ήδη επετήρει τον ποταμόν, ανάγκη να συνθηκολογήσωσι προς τους αντιπάλους ίνα διασώσωσι την περιλιπομένην στρατιάν. Ταύτα ακούσας μετά βαθείας λύπης ο Σβιατοσλαύος είπε λόγους τινάς, τους οποίους πρέπει να υποθέσωμεν ότι γνωρίζομεν ακριβώς, διότι αναφέρονται σχεδόν απαραλλάκτως υπό τε του Λέοντος του Διακόνου και υπό του Σλαύου χρονογράφου Νέστορος: «Μη καταισχύνωμεν, είπε, την Ρωσίαν, αλλά καταλείψωμεν ενταύθα τα οστά ημών. Εάν αποθάνωμεν ουδεμία θέλει προσγίνει εις ημάς ατιμία, ενώ εάν σωθώμεν, θέλομεν υπό πάντων κατακριθή. Εγκαρτερήσωμεν λοιπόν, και, αν εγώ προκινδυνεύων πέσω, τότε σκεφθήτε περί υμών.» Οι μαχηταί απεκρίθησαν «θέλομεν πέσει πάντες μετά σού» και απεφάσισαν v’ αγωνισθώσιν έτι άπαξ. Την επιούσαν το απόγευμα συνεκροτήθη η τελευταία κρίσιμος εκ παρατάξεως μάχη, προ του τείχους τής πόλεως. Κατά την μάχην ταύτην ο Ανεμάς κατέφερε πληγήν βαρείαν κατά του Σβιατοσλαύου, αλλ’ ο Ρώσος ηγεμών εσώθη διά του αλυσιδωτού αυτού χιτώνος, ο δε ατρόμητος εκείνος νέος, κυκλωθείς υπό των πολεμίων, πολλούς μεν τούτων εφόνευσεν, επί τέλους όμως εφονεύθη και αυτός. Οι περί αυτόν καταπλαγέντες υπό του ατυχήματος τούτου υπεχώρησαν προτροπάδην, και εδέησε να προκινδυνεύση ο βασιλεύς Ιωάννης, ίνα έπιστρεψωσιν εις τας τάξεις και ορμήσωσιν αύθις επί τους πολεμίους. Θύελλα δε μετά βροχής αναρριπισθεϊσα, προσέβαλε τας όψεις των Ρώσων, και φήμη διεδόθη οτι ανήρ λευκόπωλος προηγούμενος των ημετέρων, διέκοπτε και συνετάραττε τας των πολεμίων φάλαγγας, και ότι ο θεσπέσιος εκείνος ήτο ο μέγας εν μάρτυσι Θεόδωρος, ον ο βασιλεύς επεκαλείτο αείποτε προστάτην και αρωγόν εις τους αγώνας αυτού. Ταύτα δε πάντα, ανεπτέρωσαν το θάρρος των χριστιανών και μετ’ ού πολύ ο Βάρδας Σκληρός κατορθώσας να περικυκλώση σχεδόν τους Ρώσους, έτρεψε τελευταίον αυτούς εις φυγήν προς τον περίβολον, καθ’ ήν μικρού δειν να συλληφθή και αυτός ο Σβιατοσλαύος. Εις την μάχην ταύτην λέγεται οτι έφονεύθησαν 15.000 Ρώσων, ελήφθησαν δέ δισμύριαι ασπίδες και ξίφη πάμπολλα. Χριστιανοί δε έπεσον 350 εκτός των πολλών τραυματιών. Την επομένην ημέραν ο Σβιατοσλαύος έπεμψε προς τον βασιλέα Ιωάννην πρέσβεις, προτείνων, οι μεν Ρώσοι να παραδώσωσι το Δορύστολον, να απολύσωσι τους αιχμαλώτους, και να εκχωρήσωσι της Βουλγαρίας, επιστρέφοντες διά του ποταμού εις τα ίδια. Οι δε αυτοκρατορικοί να επιτρέψωσι τον απόπλουν, να επιχορηγήσωσι τας αναγκαίας τροφάς, και να συγχωρήσωσιν ώστε να προσέρχωνται εις Βυζάντιον χάριν εμπορίας, κατά τα ανέκαθεν ειθισμένα. Ό βασιλεύς Ιωάννης εδέχθη προθύμως τας συμβάσεις ταύτας, και διέταξε να δοθώσιν εις έκαστον άνδρα σίτου μέδιμνοι δύο. Ευρέθησαν δε οι λαβόντες τον σίτον 22.000 εκ των 60.000 , όσοι ήσαν εν αρχή τής πολιορκίας. Γενομένων των σπονδών ο Σβιατοσλαύος εζήτησε να ίδη τον βασιλέα, όστις δεν απεποιήθη την συνέντευξιν, και καθοπλισθείς διαχρύσω πανοπλία προσήλθεν έφιππος παρά την όχθην του Ίστρου συνεπαγόμενος μυρίους χρυσοφορούντας ιππείς, ενώ ο Ρώσος ηγεμών επήλθε ταπεινότερον επί ρωσικου ακατίου παραπλέων τον ποταμόν και κωπηλατών μετά των άλλων ως είς έξ αυτών. Τότε ειδον οι ημέτεροι εκ του σύνεγγυς τον Σβιατοσλαύον, και ο Λέων ο Διάκονος δίδει ημίν ακριβή τινα εικόνα : Το ανάστημά του ήτο μέτριον, αλλά κάλλιστα κατά πάντα διηρθρωμενον, είχε δασείας τας οφρύς, και γλαυκούς τους οφθαλμούς, ήτο σιμός την ρίνα [είχε γαμψή μύτη] και αραιόν μεν είχε το γένειον, τον δε μύστακα πυκνόν και μακρότατον· η κεφαλή του ήτο σχεδόν φαλακρά, αλλ’ εκατέρωθεν αυτής εκρέματο βόστρυχος εμφαίνων το του γένους επιφανές. Και πάλιν αφ’ εκατέρου των ώτων εξηρτάτο χρυσούν ενώτιον κεκοσμημένον δια δύο μαργαριτών, εχόντων εν τω μέσω λίθον άνθρακα [διαμάντι]. Έφερεν έσθήτα λευκήν, κατ’ ουδέν άλλο ή την καθαριότητα διαφέρουσαν της εσθήτος των συντρόφων του. Η όλη όψις αυτού είχε τι σκυθρωπόν και τραχύ. Ολίγα δε τινά ομιλήσας εις τον βασιλέα περί διαλλαγής, καθήμενος παρά τον ζυγόν του ακατίου, επέστρεψεν εις Δορύστολον, και από εκεί, αφού κατά τας σπονδάς απέδωκε τους αίχμαλώτους, απέπλεύσεν εις την αντίθετον όχθην. |
Αξιοσημείωτα: |
Καθώς επέστρεφε στο Κίεβο, ο Σβιάτοσλαβ δέχθηκε επίθεση και δολοφονήθηκε από τον Κούρια, τον Χάνο των Πετσενέγων, ο οποίος είχε πληρωθεί γι’αυτό από τον Τσιμισκή, που φοβόταν –δικαιολογημένα– επιστροφή των Ρως στα Βαλκάνια. Λέγεται ότι ο Χάνος χρησιμοποιούσε το κρανίο του σαν κύπελλο κρασιού. |
Επακόλουθα: |
Κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Τσιμισκής οργάνωσε θρίαμβο και δοξολογία στην Εκκλησία της Χάλκης. Παράλληλα αφαίρεσε τα αυτοκρατορικά σύμβολα από τον αιχμάλωτο Βούλγαρο τσάρο Μπόρις Β’ και ανακήρυξε την προσάρτηση της Βουλγαρίας. Το 976 όταν ξανάρχισε ο πόλεμος με τη Βουλγαρία, ο τσάρος Σαμουήλ κατέλαβε ξανά το Δορύστολον. |
Παρατηρήσεις: |
|
|