Μάχη της Πρινίτσας(Μάχη της Πρινίτζας) |
χρόνος: 1263 |
Νίκη των Φράγκων του Πριγκιπάτου της Αχαΐας επί των Βυζαντινών | ★ ★ ★ ★ ★ |
εχθρός: Φράγκοι
|
τοποθεσία: Στην περιοχή Πρινίτσα κοντά στο Χρυσοχώρι Αρκαδίας, όχι μακριά από την αρχαία Ολυμπία
|
ακρίβεια θέσης:
●●●●●
|
τύπος μάχης: Αιφνιδιασμός |
πόλεμος: Πόλεμοι Βυζαντινών Νικαίας-Λατίνων |
σύγχρονη χώρα:
Ελλάδα |
▼ Οι Βυζαντινοί(αυτοκρ. Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος) | ▼ Οι Εχθροί | |
Επικεφαλής: | Σεβαστοκράτωρ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος | Jean de Katavas |
Δυνάμεις: | 3.000 – 4.000 | 312 ιππότες |
Απώλειες: | καμία απώλεια |
Ιστορικό πλαίσιο: |
Στη μάχη της Πελαγονίας (1259), οι δυνάμεις του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου είχαν αιχμαλωτίσει πολλούς από τους Φράγκους ευγενείς του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, συμπεριλαμβανομένου του Πρίγκιπα Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου (Guillaume II de Villehardouin, ηγεμονία:1246–1278). Σε αντάλλαγμα της ελευθερίας του, ο Γουλιέλμος συμφώνησε να παραδώσει ένα αριθμό φρουρίων στο νοτιοδυτικό τμήμα του Μοριά και η Αχαΐα να γίνει υποτελής του Βυζαντίου. Στις αρχές του 1262, ο Γουλιέλμος απελευθερώθηκε και τα φρούρια του Μυστρά, της Μεγάλης Μαΐνης και της Μονεμβασιάς παραδόθηκαν στους Βυζαντινούς (ο ιστορικός Παχυμέρης αναφέρει και το κάστρο Γερακίου). Σύντομα μετά την επιστροφή του, όμως, ο Γουλιέλμος ζήτησε τη συνδρομή του Πάπα και πρότεινε μια συνδυασμένη προσπάθεια κατά των Βυζαντινών. Τον Ιούλιο, ο Πάπας Ουρβανός Δ’ ακύρωσε τους όρκους του Γουλιέλμου προς τον Βυζαντινό αυτοκράτορα και απευθύνθηκε στους βασιλιάδες της Δύσης για βοήθεια κατά των «σχισματικών» Βυζαντινών. Στα τέλη του 1262, ο Γουλιέλμος επισκέφθηκε την περιοχή της Λακωνίας συνοδευόμενος από ένα ένοπλο απόσπασμα. Παρά τις εκχωρήσεις προς τους Βυζαντινούς, συνέχισε να διατηρεί τον έλεγχο σχεδόν ολόκληρης της Λακωνίας. Ήταν ακόμα δική του η πόλη της Λακεδαιμονίας (Σπάρτης) και η βαρωνία του Πασσαβά. Αυτή η επίδειξη ένοπλης ισχύος ανησύχησε τις Βυζαντινές φρουρές και τον τοπικό κυβερνήτη Μιχαήλ Καντακουζηνό (που είχε έδρα τη Μονεμβασιά), ο οποίος ζήτησε βοήθεια από τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ. Ο αυτοκράτορας συγκρότησε εσπευσμένα ένα εκστρατευτικό σώμα με επικεφαλής τον ετεροθαλή αδερφό του, τον σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και με τον παρακοιμώμενο Ιωάννη Μακρηνό και τον μέγα δομέστικο Αλέξιο Φίλη σαν υφισταμένους διοικητές του. Το στράτευμα αυτό, αποτελούμενο κυρίως από 1000–1500 Τούρκους μισθοφόρους και 2000 Έλληνες στρατιώτες από τη Μικρά Ασία, μεταφέρθηκε στη Μονεμβασιά με Γενοβέζικα πλοία, ενώ ένας μικρός Βυζαντινός στόλος απέπλευσε με αποστολή να παρενοχλεί τις Λατινικές κτήσεις στα νησιά της Εύβοιας και των Κυκλάδων (για να αποθαρρύνει την αποστολή βοήθειας στην Πελοπόννησο). |
Η Μάχη: |
το κάστρο του Μυστρά Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είδε ότι η συγκυρία ήταν ευνοϊκή για να επιχειρήσει την κατάκτηση ολόκληρου του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Εγκαταλείποντας την άγονη πολιορκία της Σπάρτης, βάδισε με το στράτευμά του προς βορρά κατά μήκος των ποταμών Ευρώτα και Αλφειού προς την Αχαϊκή πρωτεύουσα, την Ανδραβίδα. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Γουλιέμου, η Ανδραβίδα είχε αφεθεί στην ευθύνη του Ιωάννη Καταβά (Jean de Carabas ή Catavas ή μισίρ Ντζά ντε Καταβάς κατά το Χρονικόν του Μορέως), ενός άνδρα γνωστού για τη γενναιότητά του («άνθρωπος ήτον φρόνιμος, παιδευτικός εις σφόδρα, στρατιώτης γαρ απόκοτος κ᾿ εις άρματα τεχνίτης»), αλλά που ήταν πια μεγάλος σε ηλικία και έπασχε από ρευματισμούς («αστένειον είχε φοβερήν ότι ήτον ρεματιάρης κι ουδέν ημπόρει να κρατή σπαθίν ούτε κοντάριν»). Σύμφωνα με το «Χρονικό του Μορέως», με το που έμαθε για την προσέγγιση του εχθρού, ο Καταβάς μάζεψε 312 διαθέσιμους ιππείς και έφυγε για να συναντήσει τους Βυζαντινούς, των οποίων ο αριθμός που δίδεται διαφέρει από 15, 18 μέχρι και 20 χιλιάδες. Είναι σίγουρο ότι αυτοί οι αριθμοί είναι παραφουσκωμένοι. Πιο ρεαλιστικό φαίνεται αυτό που αναφέρει το Χρονικόν: «διά ένα Φράγκον ήσασιν Ρωμαίων δέκα κοντάρια». Όπως και να ‘χει, το Βυζαντινό στράτευμα είχε σημαντικό αριθμητικό πλεονέκτημα έναντι των Φράγκων. Οι Βυζαντινοί ήταν σίγουροι για την υπεροχή τους και ήταν αμέριμνοι και χαλαροί. Σε ένα στενό πέρασμα στην Πρινίτσα (κοντά στην αρχαία Ολυμπία), ο Καταβάς επιτέθηκε αιφνιδιαστικά και σκόρπισε τον Βυζαντινό στρατό. Πολλοί Βυζαντινοί σκοτώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή και αναζήτησαν καταφύγιο στα γύρω δάση. Ο ίδιος ο σεβαστοκράτορας Κωνσταντίνος μόλις και μετά βίας διασώθηκε και διέφυγε με τα υπολείμματα του στρατού του στην ασφάλεια του Μυστρά. Από τους Φράγκους δεν σκοτώθηκε κανείς. Ο Καταβάς, έχοντας κερδίσει μια μεγάλη νίκη, αποφάσισε συνετά να μην καταδιώξει τους Βυζαντινούς και επέστρεψε στην Ανδραβίδα. |
Επακόλουθα: |
Το επόμενο έτος ο Παλαιολόγος ηττήθηκε ξανά στο Μακρυπλάγι και έτσι η Λατινική κυριαρχία στην Πελοπόννησο εξασφαλίσθηκε για μια ακόμη γενιά. |
Απόδοση κειμένου στα Ελληνικά σε συνεργασία με Δημοσθένη Λαμπρινάκη |
|