Πολιορκία Αυξίμου |
χρόνος: 539Απρ-Νοε 539 |
Πολύμηνη πολιορκία και κατάληψη της πόλης Αύξιμος (Osimo) στην Ιταλία από τον Βελισάριο | ★ ★ ★ ★ ★ |
εχθρός: Οστρογότθοι
|
τοποθεσία: Πόλη (η) Αύξιμος ή Auximus σημερινό Osimo Ιταλίας
|
ακρίβεια θέσης:
●●●●●
|
τύπος μάχης: Πολιορκία |
πόλεμος: Γοτθικός Πόλεμος στην Ιταλία |
σύγχρονη χώρα:
Ιταλία |
▼ Οι Βυζαντινοί(αυτοκρ. Ιουστινιανός Α’) | ▼ Οι Εχθροί | |
Επικεφαλής: | Στρατηγός Βελισάριος | Άγνωστος |
Δυνάμεις: | 11.000 | 10.000 |
Απώλειες: |
Ιστορικό πλαίσιο: |
Μετά το τέλος της πολιορκίας της Ρώμης από τους Οστρογότθους, την άνοιξη του 538, η πρωτοβουλία κινήσεων στην εκστρατεία της Ιταλίας ανήκε πλέον στον Βελισάριο και στον Βυζαντινό στρατό. Ο αντικειμενικός στόχος ήταν η Ραβένα όπου είχε την έδρα του ο βασιλιάς των Οστρογότθων Ουίτιγις. Όμως, προηγουμένως, έπρεπε να εξουδετερωθούν οι Γοτθικοί θύλακες στην ενδοχώρα. Ο Βελισάριος προχωρούσε αργά και μεθοδικά κερδίζοντας συνεχώς έδαφος, αν και τον Μάρτιο του 539 είχε μια σοβαρή αναποδιά όταν οι Οστρογότθοι υπό τον Ουραΐα συνεπικουρούμενοι από 10.000 Βουργουνδούς, άλωσαν και ισοπέδωσαν την πόλη του Μιλάνου. Ανεξάρτητα από αυτό, οι επιχειρήσεις συνεχίζονταν στην κεντρική Ιταλία. Ο Βελισάριος εκτιμούσε ότι το κύριο εμπόδιο προς τη Ραβένα ήταν η πόλη και ισχυρό φρούριο Αύξιμος (Auximus ή Auximum, σημερινό Όσιμο) σε στρατηγική θέση επί της Φλαμινίας Οδού (Via Flaminia). Οι κινήσεις του προσεκτικού Βελισάριου έδειχναν ότι δεν ήθελε επ’ ουδενί να παρακάμψει την Aύξιμο και να συνεχίσει πιο βόρεια έχοντας αυτό το σημαντικό κάστρο στα μετόπισθεν. Η πόλη απείχε 3 μέρες δρόμο από τη Ραβένα. Ο Οστρογότθος βασιλιάς Ουίτιγις εκτιμούσε και ο ίδιος ότι η Αύξιμος ήταν στρατηγικής σημασίας για την άμυνά του και είχε επανδρώσει τη φρουρά με πολλούς επίλεκτους πολεμιστές που σταδιακά έφτασαν τους 10.000, αριθμός πολύ μεγάλος για το μέγεθος του κάστρου. Επίσης και άλλα κάστρα στην περιοχή είχαν ιδιαίτερα ενισχυμένες φρουρές περιμένοντας την επίθεση των Ρωμαίων. Λίγο πριν αρχίσει την πολιορκία της πόλης, ο Βελισάριος είχε στείλει ένα στράτευμα με επικεφαλής τους Μαρτίνο και Ιωάννη, μαζί με έναν άλλο Ιωάννη, τον Φαγά, να μπλοκάρουν τον Ουραΐα στον Πάδο έχοντας ως έδρα την ατείχιστη πόλη Δορθώνα (Tortona). Επίσης είχε στείλει στράτευμα με διοικητές τους Κυπριανό και Ιουστίνο για να πολιορκήσουν τη πόλη Φισούλα (Fiesole), κοντά στη Φλωρεντία, που επιτηρούσε μια εναλλακτική διαδρομή προς τη Ραβένα. Σε αυτή τη φάση του Γοτθικού πολέμου, και μετά τη μεγάλη αποτυχία στο Μιλάνο, ο Ναρσής είχε ήδη ανακληθεί στην Κωνσταντινούπολη και ο Βελισάριος ήταν ξανά ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της εκστρατείας στην Ιταλία. |
Η Μάχη: |
Οι εχθροπραξίες άρχισαν από την πρώτη μέρα. Με την άφιξή του, ο Βελισάριος είχε δώσει εντολή να στηθεί το στρατόπεδο σε κυκλωτική διάταξη γύρω από την πόλη. Ο Γότθοι βλέποντας από τα τείχη τούς εχθρούς χαλαρούς και σκορπισμένους να ασχολούνται με το στήσιμο σκηνών, και τις διάφορες μονάδες σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, αποφάσισαν να αιφνιδιάσουν. Έτσι αργά το απόγευμα εξαπέλυσαν επίθεση στα ανατολικά, εκεί όπου βρισκόταν ο Βελισάριος. Οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να ανασυνταχθούν και να αποκρούσουν την επίθεση. Καταδίωξαν τους Γότθους μέχρι ψηλά στο λόφο του κάστρου, όπου όμως οι Γότθοι ευρισκόμενοι σε πλεονεκτική θέση προξένησαν αρκετές απώλειες στους αντιπάλους τους. Ο Βελισάριος ήξερε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει την πόλη με έφοδο. Η Αύξιμος είχε πολύ ισχυρά τείχη και πολύ μεγάλη φρουρά. Η μόνη επιλογή ήταν να αποκλείσει την πόλη και να την αναγκάσει να παραδοθεί από έλλειψη εφοδίων. 'Έτσι απέκλεισε την περίμετρο χωρίς να εκδηλώνει επιθετικές ενέργειες. Η μόνη δραστηριότητα των πρώτων εβδομάδων ήταν όταν οι Γότθοι έβγαιναν για να μαζέψουν το χόρτο έξω από τα τείχη τους (για τα άλογά τους). Οι Βυζαντινοί τους περίμεναν, ενώ οι Γότθοι, με τη σειρά τους, τους έστηναν ενέδρες μέσα στα χόρτα. Γίνονταν συχνά αψιμαχίες σε εκείνο το σημείο. ΟΙ πολεμιστές μέσα στο κάστρο ήταν πολλοί, αλλά αυτό είχε το μειονέκτημα ότι τα εφόδια τελείωναν γρήγορα. Ο συνωστισμός και η πείνα δεν ήταν καλός συνδυασμός για τη διατήρηση του ηθικού σε υψηλά επίπεδα. Μέσα στο καλοκαίρι οι Γότθοι άρχισαν να υποφέρουν από τις στερήσεις και έστειλαν επιστολή στον βασιλιά τους κάνοντας έκκληση για βοήθεια. Ο κλοιός γύρω από την πόλη ήταν ασφυκτικός, αλλά οι Γότθοι δωροδόκησαν έναν σκοπό του ρωμαϊκού στρατού, έναν Βησιγότθο που λεγόταν Βουρκέντιος, ο οποίος μετέφερε το μήνυμα των πολιορκημένων στον βασιλιά τους. Ο Ουίτιγις με τον ίδιο τρόπο μέσω του Βουρκέντιου, τους μήνυσε πως μάζευε στρατό για να έρθει να τους βοηθήσει. Η βασιλική επιστολή διαβάστηκε φωναχτά στην πόλη και, για λίγο, το ηθικό ανέβηκε. Όμως καμιά βοήθεια δεν ήρθε και μετά από λίγο καιρό οι πολιορκημένοι έστειλαν νέο μήνυμα στον βασιλιά λέγοντας ότι δεν μπορούσαν να αντέξουν περισσότερο. Αν δεν έστελνε βοήθεια, η μόνη τους επιλογή θα ήταν να παραδοθούν. O Ουίτιγις ήθελε ειλικρινά να βοηθήσει τόσο την Αύξιμο όσο και τη Φισούλα που αντιμετώπιζε την ίδια πίεση. Όμως το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων του ήταν εγκλωβισμένο βόρεια από τον Πάδο. Στήριζε πολλές ελπίδες και στους κρυφούς συμμάχους του, τους Φράγκους, οι οποίοι αν και τυπικά ήταν σύμμαχοι του Βυζαντίου, είχαν καθοριστική συμβολή στην ανακατάληψη (και καταστροφή) του Μιλάνου από τους Οστρογότθους. Οι Φράγκοι όντως επενέβησαν , αλλά με απρόβλεπτο τρόπο: Ο Φράγκος βασιλιάς Θευδέβερτος Α’ (Theudebert) στα μέσα του καλοκαιριού πέρασε τις Άλπεις με μια ορδή 100.000 πολεμιστών και κατευθύνθηκε προς τον Πάδο. Οι Γότθοι του Ουραΐα πιστεύοντας ότι οι Φράγκοι έρχονταν για να ενωθούν μαζί τους εναντίον των Βυζαντινών, τους καλωσόρισαν και τους βοήθησαν να περάσουν το ποτάμι. Αλλά αναπάντεχα οι Φράγκοι επιτέθηκαν εναντίον των ανυποψίαστων Οστρογότθων και τους κατέσφαξαν επιδιδόμενοι σε ανήκουστες βιαιοπραγίες, ενώ οι Βυζαντινοί παρακολουθούσαν από την απέναντι όχθη εμβρόντητοι. Στη συνέχεια οι Φράγκοι επιτέθηκαν και εναντίον των Βυζαντινών. Οι Φράγκοι ήταν πάρα πολλοί και οι Βυζαντινοί δεν ήταν σε θέση να προβάλουν σοβαρή αντίσταση, οπότε υποχώρησαν προς την Τοσκάνη. Η εξέλιξη αυτή ήταν βεβαίως πολύ ανησυχητική. Η ανάμειξη των Φράγκων θα μπορούσε να αλλάξει άρδην τα δεδομένα του πολέμου στην Ιταλία. Ο Βελισάριος έστειλε επιστολή στον Θευδέβερτο θυμίζοντάς του τις δεσμεύσεις του προς το Βυζαντινό αυτοκράτορα. Ευτυχώς, ο Θευδέβερτος λίγο μετά αποχώρησε και γύρισε στην πατρίδα του όχι επειδή τον έπεισε το γράμμα του Βελισάριου, αλλά επειδή μια επιδημία δυσεντερίας(1) αφάνισε το ένα τρίτο του στρατού του. Το περίεργο αυτό επεισόδιο με τους Φράγκους αποδυνάμωσε ακόμα περισσότερο τους Οστρογότθους, ενώ στέρησε και την τελευταία ελπίδα για βοήθεια προς τα πολιορκημένα φρούρια. Στο μεταξύ στην Αύξιμο, ο Βελισάριος πρότεινε επανειλημμένα στους Γότθους να παραδοθούν προσφέροντας ευνοϊκούς όρους. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τους έδινε τόσο κουράγιο ώστε να αρνούνται να συζητήσουν τις δελεαστικές προτάσεις του. Υπήρχε κάποιος λόγος για την πείσμονα άρνησή τους και ο στρατηγός έπρεπε να τον μάθει («Βελισάριος ἐν σπουδῇ ἐποιεῖτο ζῶντά τινα τῶν ἐν τοῖς πολεμίοις δοκίμων λαβεῖν, ὅπως ἂν γνοίη ὅτου δὴ ἕνεκα τὰ δεινὰ καρτεροῦσιν οἱ βάρβαροι»). Για συλλογή πληροφοριών στάλθηκε ένας Σλάβος που παραμόνευσε έξω από τα τείχη και κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει έναν Οστρογότθο την ώρα που βγήκε έξω από τα τείχη για να κόψει χόρτο. Ο αιχμάλωτος σύντομα ομολόγησε τον τρόπο που γινόταν η ανταλλαγή μηνυμάτων με τη Ραβένα και ο Βουρκέντιος συνελήφθη. Ο Βελισάριος δεν πήρε καμιά απόφαση για την τιμωρία του, απλά τον παρέδωσε στους συστρατιώτες του που τον έκαψαν ζωντανό μπροστά από τα τείχη, υπό τα όμματα των υπερασπιστών της Αυξίμου. Ένα από τα τελευταία επεισόδια της πολιορκίας είχε να κάνει με την ύδρευση της πόλης. Τις ανάγκες των κατοίκων της Αυξίμου σε νερό εξυπηρετούσε μια κρήνη η οποία έπαιρνε νερό από μια μεγάλη δεξαμενή που ήταν κτισμένη μέσα στο βράχο σε μικρή απόσταση έξω από τα τείχη του φρουρίου. Παρόλο που η κιστέρνα ήταν έξω από τα τείχη, δεν ήταν εύκολο στους Βυζαντινούς να την πλησιάσουν επειδή βρισκόταν σε απόκρημνο σημείο και η πρόσβαση σε αυτή προστατευόταν από τους φρουρούς στα τείχη. Ο Βελισάριος οργάνωσε μια μεγάλη επιχείρηση για να φτάσει στη δεξαμενή. Καταρχήν οι δυνάμεις του κύκλωσαν τα τείχη δίνοντας την εντύπωση ότι ετοιμάζεται γενική επίθεση. Κάτω από αυτήν την κάλυψη 5 Ίσαυροι μπόρεσαν και πλησίασαν τη δεξαμενή και μπήκαν στο εσωτερικό της. Οι Οστρογότθοι όταν είδαν ότι ο πραγματικός στόχος ήταν η δεξαμενή, δεν δίστασαν να κάνουν έξοδο και επακολούθησε φονική μάχη με εμπλοκή μεγάλου μέρους των δυνάμεων των δύο στρατών, με πολλές απώλειες εκατέρωθεν («γίνεται μὲν οὖν μάχη καρτερὰ ἐν χρόνῳ πολλῷ ὠθισμὸν ἔχουσα καὶ φόνος ἑκατέρων πολύς»). Οι Βυζαντινοί απωθήθηκαν αρχικά, αλλά επανήλθαν και κράτησαν υπό τον έλεγχό τους το σημείο. Όμως η δεξαμενή ήταν γεροφτιαγμένη και παρόλο που οι Ίσαυροι προσπάθησαν πολλές ώρες να την τρυπήσουν, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα. Τελικά ο Βελισάριος έδωσε εντολή να μολύνουν τη δεξαμενή ρίχνοντας μέσα νεκρά ζώα, δηλητηριώδη φυτά και ασβέστη. Έτσι η κρήνη αχρηστεύθηκε. Οι πολιορκημένοι έμειναν με ένα πηγάδι μέσα στην πόλη που έβγαζε πολύ λίγο νερό και έτσι τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο. Τότε περίπου οι Οστρογότθοι στη Φισούλα συνθηκολόγησαν και η πόλη παραδόθηκε. Ο Βυζαντινοί διοικητές εκεί, οι Κυπριανός και Ιουστίνος άφησαν μια μικρή φρουρά στη Φισούλα και ήρθαν κι αυτοί στην Αύξιμο. Ο Βελισάριος αξιοποίησε δεόντως τους αιχμαλώτους από τη Φισούλα και τους έβαζε να παρελαύνουν μπροστά από τα τείχη της Αυξίμου για να τους βλέπουν οι από μέσα. Τελικά οι πολιορκημένοι αποφάσισαν να παραδοθούν, υπό τον όρο ότι θα τους επιτρεπόταν να αποχωρήσουν με όλα τους τα όπλα και τα υπάρχοντα για τη Ραβένα. Η αντιπρόταση αυτή δεν ήταν εύκολο να γίνει αποδεκτή, γιατί ο Βελισάριος δεν θα επέτρεπε την ενίσχυση του εχθρού με την προσθήκη ενός τόσο αξιόμαχου και εμπειροπόλεμου τμήματος. Εξάλλου οι στρατιώτες του, που κι αυτοί είχαν περάσει πολλά σε αυτή την απαιτητική πολιορκία, περίμεναν πώς και πως να αποζημιωθούν με πολλά λάφυρα. Από την άλλη ο Βελισάριος ήθελε να ξεμπερδεύει με την Αύξιμο. Ο μεγάλος του φόβος ήταν κυρίως οι Φράγκοι, που αν ξαναγύριζαν, δεν θα ήταν εύκολο να αντιμετωπιστούν. Τελικά υπήρξε συμβιβασμός και συμφωνήθηκε μια ενδιάμεση λύση: Οι Οστρογότθοι θα παραδίνονταν αλλά αντί να πάνε στη Ραβένα, θα εντάσσονταν στον Βυζαντινό στρατό, ενώ θα μπορούσαν να κρατήσουν τα μισά από τα υπάρχοντά τους. Αμφότερες οι πλευρές έδωσαν κατά τα ειωθότα όρκους τήρησης της συμφωνίας και σεβασμού της ζωής των νικημένων. Οι Γότθοι ορκίστηκαν επιπλέον ότι δεν θα έκρυβαν τίποτα από την περιουσία τους. Προβλέφθηκε και ειδική διαδικασία για την απογραφή των υπαρχόντων τους πριν την παράδοση. Έτσι, όλοι οι Οστρογότθοι αποχώρησαν και η πόλη έπεσε τον Νοέμβριο του 539, μετά από πολιορκία που κράτησε 7 μήνες. |
Αξιοσημείωτα: |
Για την πολιορκία αυτή έχουμε πάρα πολλές πληροφορίες, ίσως περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη πολιορκία της Βυζαντινής ιστορίας (με εξαίρεση τις αλώσεις της Κ/Πολης). Δεν είναι ότι η συγκεκριμένη πολιορκία είναι πιο αξιοσημείωτη και πιο επεισοδιακή από άλλες. Ο λόγος είναι ότι συμμετείχε σε αυτήν, ως γραμματέας του στρατηγού Βελισαρίου ο ιστορικός Προκόπιος που μας δίνει πολλές λεπτομέρειες, ένα μέρος μόνο από τις οποίες συμπεριλήφθηκε σε αυτή τη σελίδα. |
Επακόλουθα: |
Ο Βελισάριος ήταν πλέον ελεύθερος να βαδίσει εναντίον της Ραβένας την οποία πολιόρκησε στις αρχές του επομένου χρόνου. Τον Μάιο του 540 η Ραβένα παραδόθηκε όταν ο Βελισάριος προσποιήθηκε ότι δέχθηκε την πρόταση των Οστρογότθων να στεφθεί βασιλιάς της Δύσης. Έτσι το κράτος των Οστρογότθων καταλύθηκε –προσωρινά. |
Τα παρατιθέμενα αποσπάσματα είναι από τον Προκόπιο, De Bellis, Λόγος 6 |
Παρατηρήσεις: |
|
|