Μάχη του Σβιντάξ(Μάχη της Φασιανής) |
χρόνος: 1022Φθινόπωρο 1022 |
Νίκη των Βυζαντινών επί των Ιβήρων και ένταξη του Θέματος Ιβηρίας στην αυτοκρατορία | ★ ★ ★ ★ ★ |
εχθρός: Ίβηρες (Γεωργιανοί)
|
τοποθεσία: Στην περιοχή Φασιανής, στη σύγχρονη τουρκική επαρχία Καρς της ΒΑ Μικράς Ασίας
|
ακρίβεια θέσης:
●●●●●
|
τύπος μάχης: Μάχη εκ Παρατάξεως |
πόλεμος: Ιβηρικός πόλεμος |
σύγχρονη χώρα:
Τουρκία |
▼ Οι Βυζαντινοί(αυτοκρ. Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος) | ▼ Οι Εχθροί | |
Επικεφαλής: | Αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ | Ηγεμόνας Ιβηρίας Γεώργιος Α’ |
Δυνάμεις: | 40.000 | Λιγότεροι |
Απώλειες: |
Ιστορικό πλαίσιο: |
Το 1021 ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος εξεστράτευσε με μεγάλο στρατό στη βορειοανατολική Μικρά Ασία για να ανακτήσει τα βυζαντινά εδάφη που είχε προσαρτήσει ο ηγεμόνας Ιβηρίας και Αβασγίας(1) Γεώργιος Α’ (γνωστός και ως Γκιόργκι ή Κρόκρι). Ο Γεώργιος απέφυγε να συναντηθεί με τον Βασίλειο και επίσης απέφυγε να τον αντιμετωπίσει σε μάχη παρόλο που διέθετε και αυτός αξιόμαχο στρατό. Ο βυζαντινός στρατός πρόλαβε τους Ίβηρες καθώς υποχωρούσαν κοντά στη λίμνη Παλακατσίς και εκεί δόθηκε μια αιματηρή μάχη με νικητές τους Βυζαντινούς. Όμως η νίκη σε εκείνη τη μάχη δεν στάθηκε αρκετή, καθώς μεγάλο μέρος του Ιβηρικού στρατού διέφυγε προς τα βουνά, ενώ λίγο μετά ενισχύθηκε με δυνάμεις από άλλες ηγεμονίες της Υπερκαυκασίας. Ο βυζαντινός στρατός πλησίασε αρκετά, αλλά δεν μπόρεσε να περάσει το φουσκωμένο ποτάμι που τον χώριζε από τους αντιπάλους. Παρόλο που οι Ίβηρες είχαν ήδη εκδιωχθεί από τις καταπατηθείσες περιοχές, ο Βασίλειος εξαγριώθηκε που δεν μπορούσε κλείσει τα ανοιχτά θέματα με τους Ίβηρες και αντέδρασε με σκληρότητα: έδωσε εντολή σε μονάδες του να σκορπιστούν και να δηώσουν τη χώρα των Ιβήρων με τη διαταγή να μη λυπηθούν ούτε γέρους ούτε γυναίκες ούτε παιδιά, να τους σκοτώσουν όλους. Έτσι λεηλατήθηκαν και ερήμωσαν δώδεκα επαρχίες. Οι θηριωδίες που διαπράχθηκαν τότε περιγράφονται με τα μελανότερα χρώματα στα μεσαιωνικά χρονικά της Γεωργίας και της Αρμενίας Στη συνέχεια ο Βυζαντινός στρατός αναχώρησε από την περιοχή και στρατοπέδευσε στην Τραπεζούντα όπου διαχείμασε. Τον επόμενο χρόνο οι Ίβηρες έδειξαν διάθεση για συνεννόηση, ενώ ο ίδιος ο Βασίλειος, παρόλο που ήταν ένας πολέμαρχος, πάντα έδινε προτεραιότητα σε λύσεις που θα μπορούσαν να δοθούν μέσω της διπλωματικής οδού. ΄Έτσι, στις αρχές του 1022 άρχισαν διαβουλεύσεις για να επιτευχθεί μια συμφωνία. Ο Βουλγαροκτόνος επιδίωκε να κατοχυρώσει την κτήση των εδαφών της ηγεμονίας Τάικ (ή Ταό) και των γύρω περιοχών που του είχε κληροδοτήσει ο Δαβίδ ο Κουροπαλάτης, ενώ οι Ίβηρες ήθελαν πάση θυσία να αποτρέψουν μια νέα καταστρεπτική εισβολή των Βυζαντινών αποφεύγοντας εδαφικές παραχωρήσεις. Όμως τότε σημειώθηκε μια σοβαρή εξέλιξη: Εκδηλώθηκε στρατιωτική εξέγερση εναντίον του αυτοκράτορα στην Καππαδοκία με ηγέτες τον διακεκριμένο στρατηγό Νικηφόρο Ξιφία (που τότε ήταν στρατηγός του θέματος Ανατολικών) και τον Νικηφόρο Φωκά τον Βαρυτράχηλο (γιο του στασιαστή Βάρδα Φωκά). Τα κίνητρα αυτής της αποστασίας δεν είναι σαφή. Ίσως είχε να κάνει με το γεγονός ότι ο Βασίλειος δεν τους συμπεριέλαβε στην εκστρατεία του στην Ιβηρία (γιατί άραγε;) παρόλο που ήταν ουσιαστικά στη δική τους περιοχή. Ή ίσως να είχε να κάνει με τη δυσαρέσκεια που υπόβοσκε μεταξύ των «δυνατών» της Μικράς Ασίας που είχαν δει τις τεράστιες περιουσίες τους να μειώνονται με την πολιτική του Βασιλείου Β’. Σε κάθε περίπτωση, η στάση συγκέντρωσε πολλούς υποστηρικτές στην κεντρική Μικρά Ασία και προς στιγμή φάνηκε ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε σοβαρή απειλή για τον Βασίλειο ο οποίος οχυρώθηκε στο φρούριο Μαζντάτ. Μεταξύ των υποστηρικτών των στασιαστών ήταν και πολλοί Ίβηρες και Αρμένιοι τοπάρχες και αυτό δημιούργησε την εύλογη υποψία ότι η αποστασία μπορεί να ήταν δάκτυλος του Ίβηρα ηγεμόνα. Ο Βασίλειος διόρισε νέο στρατηγό των Ανατολικών τον Θεοφύλακτο Δαλασσηνό και τον έστειλε να τα καταστείλει την εξέγερση. Παράλληλα, με ένα τέχνασμα έσπειρε τη διχόνοια ανάμεσα στους δύο συνωμότες. Κάτω από ανεξακρίβωτες συνθήκες, το δεκαπενταύγουστο του 1022 ο Νικηφόρος ο Βαρυτράχηλος σκοτώθηκε από τους ανθρώπους του Ξιφία και λίγο αργότερα ο ίδιος ο Ξιφίας συνελήφθη από τον Δαλασσηνό. Έτσι η στάση έληξε άδοξα αφήνοντας πίσω τη σκιά τής ανάμειξης των Ιβήρων. Οι διαπραγματεύσεις με τους Ίβηρες συνεχίστηκαν σε κλίμα δυσπιστίας. Κάποια στιγμή ανέλαβε μεσολαβητικό ρόλο ο επίσκοπος Ζαχαρίας του Vagharshapat (στη σημερινή Αρμενία) ο οποίος ήταν υπέρ της αποχώρησης των Ιβήρων από το Τάικ, αλλά ο δυσαρεστημένος Γεώργιος του έκοψε τη γλώσσα και τον εξόρισε (σύμφωνα με άλλες πηγές, τη γλώσσα του την έκοψε ο Βουλγαροκτόνος για ασεβή συμπεριφορά). Οι διαπραγματεύσεις τραβούσαν σε μάκρος και ήταν πλέον φανερό ότι ο Γεώργιος καθυστερούσε επίτηδες. Παράλληλα έστειλε ένα στρατό στη Φασιανή την περιοχή βόρεια από το Μανζτικέρτ για να ανακτήσει τον έλεγχό της. Όλοι οι Αρμένιοι και Γεωργιανοί χρονικογράφοι της περιόδου συμφωνούν ότι ο Γεώργιος χρονοτριβούσε μέχρι να βρει την κατάλληλη ευκαιρία να επιτεθεί. Για κακή του τύχη όμως, απέναντί του είχε κάνει έναν από τους πιο αποφασιστικούς και πιο αποτελεσματικούς ηγέτες που ανέδειξε ποτέ το Βυζάντιο, ενώ το κόλπο της παραπλάνησης του εχθρού μέσω διαπραγματεύσεων ήταν παμπάλαιο και πολύ οικείο στους Βυζαντινούς. Μάλιστα, αναλύεται σε στρατιωτικά εγχειρίδια όπως το Στρατηγικόν του Μαυρικίου και τα Τακτικά του Λέοντος Στ’. Ο Βουλγαροκτόνος στο τέλος αγανάκτησε με την παρελκυστική τακτική των Γεωργιανών, κάρφωσε την τελευταία επιστολή του Γεωργίου που μιλούσε για ειρήνη σε μία λόγχη και αποφάσισε να ξαναρχίσει τον πόλεμο. |
Η Μάχη: |
Η νίκη επί των Ιβήρων από το χειρόγραφο Σκυλίτζη Φαίνεται πως ο Βασίλειος πιάστηκε απροετοίμαστος πιστεύοντας ότι οι αντίπαλοι θα συνέχιζαν την τακτική να αποφεύγουν να δώσουν μάχη εκ παρατάξεως. Έτσι ο στρατός δεν ήταν σε τάξη μάχης. Όμως οι Ίβηρες έκαναν επέλαση με το ιππικό τους και παρόλο που η επίθεσή τους ήταν ανοργάνωτη και μάλλον παρορμητική, ήταν αρχικά νικηφόρα και έτρεψε σε φυγή ένα μέρος του Βυζαντινού στρατού. Οι Ίβηρες όμως έκαναν το λάθος να νομίσουν ότι η μάχη κερδήθηκε μετά από αυτή την πρώτη επιτυχία και άρχισαν να λεηλατούν το εχθρικό στρατόπεδο (αν και αυτό μπορεί να τους επετράπη επίτηδες για τους αποσυντονίσει – άλλο ένα παμπάλαιο κόλπο τακτικής). Ταυτόχρονα ο βασιλιάς τους Γεώργιος άρχισε να δίνει αφελώς οδηγίες για να μη ξεφύγει ο αυτοκράτορας Βασίλειος! Οι Βυζαντινοί αντεπιτέθηκαν και τότε οι Ίβηρες ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τους Βαράγγους. Οι Γεωργιανοί χρονικογράφοι αναφέρουν με δέος πώς αιφνιδιάστηκε ο στρατός τους από αυτούς τους φοβερούς πολεμιστές που κανένας δεν μπορούσε να αντισταθεί. Οι Ίβηρες προσπάθησαν να ανασυνταχθούν, αλλά το ιππικό τους είχε αχρηστευθεί καθώς τα άλογά τους ήταν φορτωμένα με λάφυρα. Η μάχη εξελίχθηκε σε πανωλεθρία γι’ αυτούς. Οι απώλειές τους ήταν πολύ μεγάλες. Προς το τέλος της μάχης ο Βασίλειος θυμήθηκε τις προσφιλείς του τακτικές τρομοκράτησης του εχθρού: έταξε χρηματική αμοιβή σε όποιον θα έφερνε κεφάλια Γεωργιανών ιππέων. Με τα κεφάλια στήθηκαν σωροί στους δρόμους της Φασιανής ως αποτρόπαιο μνημείο της νίκης. Μετά τη μάχη ο Γεώργιος δήλωσε αμέσως υποταγή και ζήτησε από τον αυτοκράτορα να τον συγχωρέσει αποδεχόμενος πλήρως τη Βυζαντινή κυριαρχία στο Τάικ, τη Φασιανή και σε άλλες γειτονικές περιοχές. Ο Βουλγαροκτόνος πράγματι τον συγχώρεσε και του επέτρεψε να κρατήσει ένα μέρος του πριγκιπάτου του. |
Επακόλουθα: |
Δημιουργήθηκε άμεσα το κατεπανίκιον Ιβηρίας. Η συνθήκη προέβλεπε ότι ο γιος του Γεωργίου Α’ Παγκράτιος (που ήταν βρέφος) θα έμενε για 3 χρόνια στην Κωνσταντινούπολη ως όμηρος. Ο Παγκράτιος επεστράφη μετά από 3 χρόνια στους γονείς του. Ο Γεώργιος πιθανότατα σχεδίαζε να ξαναπάρει τα χαμένα εδάφη μετά τον θάνατο του Βουλγαροκτόνου το 1025, αλλά πέθανε πρόωρα το 1027. Η περιοχή έμεινε σε βυζαντινά χέρια μέχρι τη δεκαετία του 1070 όταν άρχισαν οι επιδρομές των Σελτζούκων. |
Παρατηρήσεις: |
|
|