Μάχη Καπετρού(Καπετρόν) |
χρόνος: 104918 Σεπτεμβρίου 1049 |
Πρώτη σοβαρή σύγκρουση με τους Σελτζούκους Τούρκους χωρίς νικητή | ★ ★ ★ ★ ★ |
εχθρός: Σελτζούκοι Τούρκοι
|
τοποθεσία: Στο χωριό Pasinler της επαρχίας Ερζερούμ στη ΒΑ Μικρά Ασία
|
ακρίβεια θέσης:
●●●●●
|
τύπος μάχης: Νυχτερινή Μάχη |
πόλεμος: Πόλεμοι εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων |
σύγχρονη χώρα:
Τουρκία |
▼ Οι Βυζαντινοί(αυτοκρ. Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος) | ▼ Οι Εχθροί | |
Επικεφαλής: | Ραδομηρός , Κεκαυμένος, Λιπαρίτ | Ιμπραήμ Ινάλ |
Δυνάμεις: | 50.000 | 100.000 (?) |
Απώλειες: |
Ιστορικό πλαίσιο: |
Το 1045-1046 ο Στέφανος Λειχούδης, Κατεπάνω Βαασπρακανίας (της επαρχίας γύρω από τη λίμνη Βαν), αιφνιδιάστηκε από μια ληστρική επιδρομή Τουρκομάνων και Σελτζούκων του φύλαρχου Κουτλουμούς. Ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε και κατέληξε στο σκλαβοπάζαρο της Ταυρίδος (Ταμπρίζ, στο σημερινό Ιράν). Ο Κουτλουμούς ενημέρωσε για το κατόρθωμά του τον ξάδελφό του Τογρούλ Μπέη(1), τον (μετέπειτα) πρώτο σουλτάνο των Σελτζούκων, και τον παρότρυνε να καταλάβει την περιοχή της Βαασπρακανίας στα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου, καθώς αυτή ήταν πλούσια και την υπεράσπιζαν γυναίκες! Ο Τογρούλ Μπέης δεν πείστηκε τότε από αυτό το απαξιωτικό σχόλιο και δεν έδωσε συνέχεια. Το 1048 ο Ασάν, ανιψιός του Τογρούλ πραγματοποίησε μεγάλη επιδρομή στη Γεωργία. Γυρνώντας προς την Ταυρίδα μέσω της Βαασπρακανίας (καίγοντας και λεηλατώντας καθ’οδόν), του έστησαν ενέδρα οι Βυζαντινοί ανατολικά της λίμνης Βαν. Επικεφαλής των Βυζαντινών ήταν ο νέος Κατεπάνω Βαασπρακανίας Ααρώνιος Ραδομηρός ή Ααρών Ραντομίρ (γιος του τελευταίου Βούλγαρου τσάρου Ιβάν Βλαδισλάβ) και ο Κατεπάνω Aνίου και Ιβηρίας (και διακεκριμένος στρατηγός ) Κατακαλών Κεκαυμένος. Οι Βυζαντινοί είχαν αφήσει σκόπιμα το στρατόπεδό τους αφύλακτο και οι Τούρκοι όταν το είδαν αυτό επιδόθηκαν αμέσως σε φρενήρη λαφυραγώγηση, αλλά τότε αιφνιδιάστηκαν από τους καραδοκούντες Βυζαντινούς και εξοντώθηκαν σχεδόν όλοι, πάνω από 20.000. Ο Σκυλίτζης αποκαλεί τον Ασάν «κωφό» επειδή δεν κατάλαβε το παμπάλαιο κόλπο των Βυζαντινών. Όταν ο Τογρούλ έμαθε τα νέα, εξοργίστηκε και έστειλε στη Βαασπρακανία τον ετεροθαλή αδελφό του Ιμπραήμ Ινάλ (Αβράμιο Αλείμ για τους Βυζαντινούς) με έναν μεγάλο στρατό 100.000 (το νούμερο ίσως να είναι υπερβολικό). Κύριος στόχος η κοιλάδα του Ουρτρού(2) όπου οι δύο Βυζαντινοί διοικητές είχαν στρατοπεδεύσει σε αναμονή ενισχύσεων από τον αυτοκράτορα. Τα βυζαντινά στρατεύματα είχαν αποσυρθεί εκεί με απόφαση του Ααρών Ραντομίρ και παρά την αντίθετη γνώμη του Κεκαυμένου που προτιμούσε άμεση σύγκρουση με τους Σελτζούκους. Στο μεταξύ ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος είχε έρθει σε συνεννόηση με τον ημιανεξάρητο τοπικό άρχοντα της Μεσχίας (στο βασίλειο της Ιβηρίας) Λεπαρίτη Δ’ ο οποίος πείστηκε να ενώσει τις δυνάμεις του με αυτές των Ραδομήρου και Κεκαυμένου. Στα τέλη του 1048 οι μεγάλος στρατός του Ιμπραήμ Ινάλ εμφανίστηκε στην περιοχή Ουρτρού. Οι Ραδομηρός και Κεκαυμένος περίμεναν τον Λιπαρίτη έχοντας λάβει ρητές εντολές να μην ξεκινήσουν τη μάχη χωρίς αυτόν. Για να αποφύγουν τους Τούρκους υποχώρησαν σε ορεινές θέσεις γύρω από την κοιλάδα Ουρτρού και παρότρυναν τον χριστιανικό πληθυσμό της περιοχής να καταφύγει στα φρούρια. Ο Ιμπραήμ Ινάλ, αφού δεν τον σταμάτησε κανείς, πολιόρκησε και κατέλαβε την Αρμενική πόλη Άρτζε(3) και αργότερα στις αρχές του 1049 τη Θεοδοσιούπολη που ήταν το κέντρο της περιοχής. Οι σφαγές και οι καταστροφές στις πόλεις αυτές από τους Σελτζούκους περιγράφονται με δραματικό τρόπο από τους χρονογράφους της εποχής. |
Η Μάχη: |
Ο Τογρούλ σε χαρτονόμισμα του Τουρκμενιστάν Τελικά αιφνιδίασε ο Ιμπραήμ Ινάλ και επιτέθηκε πρώτος το βράδυ της Παρασκευής 18 Σεπτεμβρίου. Η μάχη συνεχίστηκε με σφοδρότητα όλη τη νύχτα και την επόμενη ημέρα, το Σάββατο. Στα δεξιά της βυζαντινής παράταξης βρισκόταν ο Κεκαυμένος, στο μέσο ο Λιπαρίτης και στα αριστερά ο Ααρών Ραδομηρός. Απέναντι από τον πρώτο βρισκόταν ο Ιμπραήμ, απέναντι από τον Λιπαρίτη ο ετεροθαλής αδελφός του Ινάλ, Ασπάν Σαλάριος και απέναντι από τον Ααρών ο Χωροσάντης. Τα δύο βυζαντινά άκρα υπό τον Κεκαυμένο και τον Ραδομηρό έτρεψαν τους αντιπάλους τους σε φυγή και τους καταδίωξαν, σκοτώνοντας και τον Χωροσάντη. Όμως στο κέντρο ο Λιπαρίτης νικήθηκε και αιχμαλωτίστηκε. Ο Ιμπραήμ Ινάλ μετά τη μάχη αποχώρησε προς τις τουρκικές περιοχές στα ανατολικά αρκούμενος στην αιχμαλωσία του Λιπαρίτη. Η υποχώρησή του δείχνει ότι δεν πολυπίστευε ότι ήταν ο νικητής. Οι Βυζαντινοί διοικητές πήραν εντολή να επιστρέψουν στα Κατεπανίκιά τους και έφυγαν και αυτοί. Κατά γενική ομολογία, η μάχη δεν ανέδειξε νικητή, αν και ο Σκυλίτζης παρόλο που δεν είναι καθόλου αμερόληπτος, ισχυρίζεται ότι επρόκειτο για ήττα των Βυζαντινών. Κρίνοντας πιο αντικειμενικά σήμερα, φαίνεται πως οι Σελτζούκοι ναι μεν δεν εξουδετερώθηκαν, αλλά μάλλον νικήθηκαν. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθούν χαμένοι, με το σκεπτικό ότι μια ορδή επιδρομέων που ξεφεύγει με μεγάλη λεία είναι κερδισμένη. |
Αξιοσημείωτα: |
Οι Σελτζούκοι επέστρεψαν στον τόπο τους παίρνοντας μαζί τους 100.000 αιχμαλώτους (αμάχους κυρίως) και τεράστια λεία φορτωμένη σε 10.000 καμήλες. Στο Άρτζε μόνο κατέστρεψαν 700-800 εκκλησίες. Τα θύματα της σφαγής στη Θεοδοσιούπολη ήταν πάνω από 140.000. Όλα αυτά, όσο υπερβολικά κι αν φαίνονται, εξιστορούνται από πολλές διαφορετικές πηγές. |
Επακόλουθα: |
Ο Λιπαρίτης έμεινε αιχμάλωτος για 2 χρόνια και παρόλο που ο αυτοκράτορας έστειλε λύτρα, ο ευφυής Τογρούλ τον απελευθέρωσε χωρίς να τα πάρει. Ο πόλεμος με τους Σελτζούκους δεν συνεχίστηκε άμεσα. Η μάχη έγινε αφορμή για τις πρώτες επίσημες διαπραγματεύσεις και συμφωνίες με τους Σελτζούκους που τους προσέδωσαν διεθνές κύρος ως προμάχους της Τζιχάντ. Οι Σελτζούκοι επιτέθηκαν ξανά το 1054 και σε λίγες δεκαετίες, και αφού μεσολάβησε το Ματζικέρτ, επικράτησαν στο μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας. |
Απόδοση κειμένου στα Ελληνικά σε συνεργασία με τον Δημοσθένη Λαμπρινάκη |
Παρατηρήσεις: |
|
|