
Σφαγή του Μιλάνου(Άλωση Μεδιολάνων) |
χρόνος: 539Μάρτιος 539 |
Άλωση και καταστροφή του Μιλάνου από Οστρογότθους και Βουργουνδούς. | ★ ★ ★ ★ ★ |
εχθρός: Οστρογότθοι
|
τοποθεσία: Μιλάνο
|
ακρίβεια θέσης:
●●●●●
|
τύπος μάχης: Άλωση |
πόλεμος: Γοτθικός Πόλεμος στην Ιταλία |
σύγχρονη χώρα:
Ιταλία |
▼ Οι Βυζαντινοί(αυτοκρ. Ιουστινιανός Α’) | ▼ Οι Εχθροί | |
Επικεφαλής: | Μουνδίλας | Ουραΐας |
Δυνάμεις: | 300 | >10.000 |
Απώλειες: | 300.000 άμαχοι |
Ιστορικό πλαίσιο: |
Το 537 ή στις αρχές του 538, ο επίσκοπος Μεδιολάνων (όπως ήταν γνωστό τότε το Μιλάνο) Δάτιος ή Δάκιος (Dacius), ήρθε στη Ρώμη επικεφαλής αντιπροσωπείας πολιτών του Μιλάνου. Ο Δάτιος ζήτησε από τον Βελισάριο να στείλει ένα στράτευμα για να απελευθερώσει την πόλη. Οι δυνάμεις των Οστρογότθων ήταν ελάχιστες στη Βόρεια Ιταλία λόγω του πολέμου στον νότο, ισχυρίστηκε ο Δάτιος, και με μια μικρή στρατιωτική επέμβαση θα μπορούσε να πέσει στα χέρια των Βυζαντινών όχι μόνο το Μιλάνο, αλλά ολόκληρη η Λιγουρία (δηλαδή, ολόκληρη η σημερινή βορειοδυτική Ιταλία). Ο Βελισάριος υποσχέθηκε ότι θα βοηθήσει. Το Μιλάνο εκείνα τα χρόνια ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στη Δύση μετά τη Ρώμη. Πράγματι ο Βελισάριος την άνοιξη του 538, μόλις έληξε η πολιορκία της Ρώμης από τους Οστρογότθους, έστειλε μια δύναμη από 1000 Ισαύρους και Θράκες. Διοικητής ήταν ένας από τους έμπιστους αξιωματικούς του, ο Μουνδίλας. Μαζί του ήταν και ο έπαρχος Φιδέλιος με μικρή ομάδα Λιγύων (Λιγούριων) πολεμιστών. Η δύναμη αυτή πήγε με πλοίο μέχρι τη Γένοβα και από εκεί πεζή προς το Μιλάνο κουβαλώντας τις βάρκες των πλοίων με άμαξες για το πέρασμα του ποταμού Πάδου. Ο Βυζαντινοί κατέλαβαν χωρίς αντίσταση το Μιλάνο και έγιναν κύριοι μιας ευρύτερης περιοχής που περιλάμβανε τις πόλεις Bergamum, Comum, Novaria, και διάφορα φρούρια της Λιγουρίας. Το μόνο μέρος που αντιστάθηκε και δεν κατελήφθη ήταν το Τικηνόν (Ticinum, σημερινή Pavia). Μάλιστα, στη μάχη που έγινε εκεί σκοτώθηκε ο Φιδέλιος. Η κατάκτηση Μιλάνου και Λιγουρίας ήταν μεγάλη επιτυχία. Όμως αποδείχτηκε ότι ήταν λάθος η διασπορά της ήδη μικρής Βυζαντινής δύναμης σε πολλές μικρές φρουρές για να επανδρωθούν όλα αυτά τα σημεία. Ο Μουνδίλας βρέθηκε τον Απρίλιο του 538 φρούραρχος στο Μιλάνο έχοντας στη διάθεσή του μόνο 300 άντρες. ![]() το μεσαιωνικό Μιλάνο Έτσι, στο τέλος του 538, το Μιλάνο βρέθηκε πολιορκημένο από χιλιάδες βαρβάρους. Το υπεράσπιζαν μόνο 300 Βυζαντινοί και ένα μέρος των κατοίκων που αναγκάστηκαν να πάρουν τα όπλα για να βοηθήσουν στην άμυνα της πόλης. Στο μεταξύ, πιο νότια, μετά την ευτυχή κατάληξη στο Αρίμινον, οι Βυζαντινοί συνέχισαν τις επιχειρήσεις στην κεντρική Ιταλία. Οι δύο στρατηγοί Βελισάριος και Ναρσής δρούσαν σχεδόν ανεξάρτητα. Παρά την αντιπαλότητα μεταξύ των δύο αρχηγών, είχε σημειωθεί πρόοδος. Μεταξύ άλλων, οι Βυζαντινοί κατέλαβαν το κάστρο Ουρβίνον (Urbinum) που παραδόθηκε όταν στέρεψε η μοναδική πηγή νερού. Το χαρακτηριστικό είναι ότι στην πολιορκία συμμετείχαν τόσο ο Ναρσής όσο και ο Βελισάριος, αλλά είχαν στρατοπεδεύσει σε ξεχωριστά στρατόπεδα. Η νίκη τελικά πιστώθηκε στον Βελισάριο που επέμενε στην πολιορκία, ενώ ο Ναρσής είχε σχεδόν αποχωρήσει. Πλησιάζοντας το τέλος του 538, οι βασικές προτεραιότητες του Βυζαντινού στρατού ήταν δύο: Αφενός η κατάληψη του ισχυρού φρουρίου στην Αύξιμο (Osimo) και αφετέρου η ανακούφιση της πολιορκίας στο Μιλάνο. |
Η Μάχη: |
![]() Η άλωση του Μιλάνου σε γκραβούρα του 19ου αι. Οι πολιορκημένοι στο Μιλάνο δεν άντεχαν να περιμένουν άλλο. Ένας από τους υπαρχηγούς του Μουνδίλα, ο Παύλος (αρχηγός των Θρακών) κατόρθωσε να περάσει από τις γραμμές του εχθρού και να διασχίσει κολυμπώντας γυμνός τον Πάδο (χειμωνιάτικα) και να φτάσει στο στρατόπεδο των Ρωμαϊκών ενισχύσεων κάνοντας έκκληση για επίσπευση της επέμβασης και αποδίδοντάς τους ευθύνες για την καθυστέρηση («Μαρτῖνέ τε καὶ Οὐλίαρι, οὐ δίκαια ποιεῖτε οὐδὲ δόξης τῆς ὑμῶν αὐτῶν ἄξια»). Εκείνοι τον διαβεβαίωσαν ότι η άφιξή τους ήταν θέμα ημερών. Ο Παύλος γύρισε με κίνδυνο της ζωής του και πάλι στο Μιλάνο, όπου μετέφερε το νέο ότι ο Βυζαντινός στρατός έρχεται, και όλοι χάρηκαν πολύ. Όμως οι Μαρτίνος και Ουλίαρις παρέμειναν αδρανείς. Μάλιστα για να είναι καλυμμένος ο Μαρτίνος έγραψε στο Βελισάριο ότι οι αντίπαλοι είναι πάρα πολλοί και δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει («ἐς Πάδον ποταμὸν ἥκομεν, ὃν διαβαίνειν ὁ στρατὸς δέδοικεν, ἐπεὶ δύναμίν τε Γότθων μεγάλην καὶ Βουργουζιώνων πάμπολύ τι ξὺν αὐτοῖς πλῆθος ἐν Λιγούροις εἶναι ἀκούομεν, πρὸς οὕς γε ἡμεῖς διαμάχεσθαι μόνοι οὐχ οἷοί τε οἰόμεθα εἶναι»). Ο Βελισάριος κατάλαβε ότι έπρεπε να στείλει περισσότερες δυνάμεις και διέταξε τον Ιωάννη (τον κατακτητή του Ρίμινι) και τον Ιουστίνο (ανιψιό του αυτοκράτορα και magister militum per Illiricum) να σπεύσουν σε βοήθεια του Μιλάνου. Εκείνοι δήλωσαν ότι παίρνουν διαταγές μόνο από τον Ναρσή. Ο Βελισάριος αναγκάστηκε να στείλει επιστολή στον Ναρσή επιχειρηματολογώντας υπέρ της αναγκαιότητας της αποστολής ενισχύσεων. Ο Ναρσής τελικά συμφώνησε και τότε ο Ιωάννης ενεργοποιήθηκε και άρχισε να συγκεντρώνει δυνάμεις και να ψάχνει στα λιμάνια για πλωτά μέσα για τη διέλευση του Πάδου. Αλλά τότε αρρώστησε και η επιχείρηση αναβλήθηκε. Με όλες αυτές τις κωλυσιεργίες, το Μιλάνο έμενε χωρίς βοήθεια. Οι συνθήκες χειροτέρευαν συνεχώς. Οι υπερασπιστές υπέφεραν από την πείνα και αναγκάζονταν να τρώνε σκύλους και ποντίκια («κυνῶν τε καὶ μυῶν οἱ πλεῖστοι ἐγεύσαντο καὶ ζῴων ἄλλων ὅσα ἐς βρῶσιν ἀνθρώπου οὔποτε ἦλθον»). Οι Γότθοι βλέποντας τη δύσκολη θέση των πολιορκημένων, έστειλαν πρεσβεία στον Μουνδίλα και του ζήτησαν να παραδώσει την πόλη με την υπόσχεση ότι ο ίδιος και οι άντρες του δεν θα πάθαιναν τίποτα. Ο Μουνδίλας, προς τιμήν του, ζήτησε εγγυήσεις για τη ζωή των κατοίκων κάτι που απορρίφθηκε από του Γότθους οι οποίοι ήθελαν να εκδικηθούν και να τιμωρήσουν παραδειγματικά τους Μιλανέζους για την αποστασία τους. Ο Μουνδίλας δεν ήθελε να παραδοθεί με αυτούς τους όρους και απευθύνθηκε στους άντρες του, τους οποίους προσπάθησε να πείσει να κάνουν έξοδο εναντίον των πολιορκητών. Αν μη τι άλλο, θα είχαν την ευκαιρία να πεθάνουν ένδοξα και να δώσουν ηρωικό τέλος στα βάσανά τους («τι κρεῖσσον ἐλπίδος ἢ τελευτῆς τετυχηκότας εὐδαίμονος εὐκλεῶς μάλιστα τῶν παρόντων ἀπηλλάχθαι κακῶν»). Οι άντρες του όμως δεν ενθουσιάστηκαν με την ιδέα και δεν έδειξαν καμιά προθυμία για απέλπιδα έξοδο. Οπότε ο Μουνδίλας, μετά από έναν χειμώνα μεγάλης κακουχίας, αναγκάστηκε να παραδώσει την πόλη στα τέλη Μαρτίου του 539. Ο ίδιος και οι άνδρες του αιχμαλωτίστηκαν και οι νικητές τούς φέρθηκαν καλά. Στην πόλη όμως έγιναν απερίγραπτες φρικαλεότητες. Όλοι οι άντρες σφαγιάστηκαν. Ο Προκόπιος μιλά για 300.000 θύματα (που είναι ίσως υπερβολικό). Δεν γλύτωσε ούτε ο έπαρχος Ρεπάρατος, αν και ήταν αδερφός του Πάπα Βιγιλίου: τον έκαψαν κομματάκια και τον έριξαν στα σκυλιά. Όλες τις γυναίκες οι Γότθοι τις έδωσαν σκλάβες στους Βουργουνδούς. Η πόλη λεηλατήθηκε και ισοπεδώθηκε. Οι Μαρτίνος και Ουλίαρις επέστρεψαν σώοι αλλά έχοντας μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη συμφορά. Τον Ουλίαρι δεν τον ξαναείδε κανείς. Ο επίσκοπος Δάτιος, που ήταν στη Ρώμη όταν έγινε το κακό, γλύτωσε αλλά δεν επέστρεψε ποτέ στο Μιλάνο. Μετά την πτώση του Μιλάνου, ο Ουραΐας κατόρθωσε μέχρι το τέλος του 539 να αποκαταστήσει την κυριαρχία των Οστρογότθων σε όλη τη Βόρεια Ιταλία. |
Αξιοσημείωτα: |
Ήταν από τις μεγαλύτερες καταστροφές πόλεων στην παγκόσμια ιστορία, παρόλο που είναι άγνωστη στους πολλούς. Ούτε οι τρομεροί Ούννοι δεν είχαν στο ενεργητικό τους βαρβαρότητα αυτού του μεγέθους. Τους ξεπέρασαν κατά πολύ οι Οστρογότθοι, που κατά τα άλλα θεωρούνται μακράν οι πιο πολιτισμένοι από τους Γερμανικούς λαούς που είχαν ενσκήψει στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο... (Τα ίδια ισχύουν και για τους Βουργουνδούς για τους οποίους λόγω του θρύλου του Νιμπελούγκεν υπάρχει μια ρομαντική εικόνα.) |
Επακόλουθα: |
Τα νέα της καταστροφής των Μεδιολάνων τα έμαθε ο Ιουστινιανός από τον άλλο αδερφό τού Πάπα, τον Cerventinus. Ο Βελισάριος, που είχε συγκλονιστεί, του έστειλε κι αυτός λεπτομερή αναφορά. Ο αυτοκράτορας δεν τιμώρησε κανέναν, αλλά κατάλαβε ότι η συνύπαρξη δύο αρχηγών στην εκστρατεία της Ιταλίας ήταν προβληματική. Έτσι ανακάλεσε τον Ναρσή. Οι 2000 Έρουλοι του Ναρσή αρνήθηκαν να συνεχίσουν υπό τον Βελισάριο και προκάλεσαν διάφορα προβλήματα αργότερα (ληστρικές επιδρομές, συμαχίες με τους Γότθους κά.) |
|